ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ


Κείμενα και μαρτυρίες για τη σχολική ζωή

Πού έγραφαν οι μαθητές;
Όταν πρωτοπήγα σχολείο, το 1942, τα παιδιά της Α΄ Δημοτικού μάθαιναν να γράφουν πάνω στην πλάκα, με το κοντύλι… Κι ήταν όμορφη αυτή η περιπέτεια της πλάκας και του κοντυλιού: έγραφες και έσβηνες με το σφουγγαράκι σου, ώσπου να πετύχεις τα στρογγυλά και καθαρά γράμματα που θα σου εξασφάλιζαν το «εύγε» της δασκάλας.
Μαρτυρία Λ. Παπαδόπουλου, στο βιβλίο του Αλέξη Δημαρά και της Βάσως Βασιλού Παπαγεωργίου, Από το κοντύλι στον υπολογιστή, εκδ. Μεταίχμιο, 2008



Πήγαιναν όλοι οι μαθητές στο σχολείο; Όταν δεν πήγαιναν τι έκαναν;
«… πήγαινα ελάχιστες φορές στο σχολείο. Ο δάσκαλος… μου έβαζε το πολυπόθητο «5» για να περάσουμε την τάξη… γιατί έτσι κι αλλιώς ήξερε ότι δεν θα αλλάξει κάτι την επόμενη χρονιά… Ήμαστε στη βοσκή με τα ζώα για να εξασφαλίσουμε ένα πιάτο φαΐ. Είχα μεγάλη λαχτάρα να πάω στο σχολείο...»
Μαρτυρία Αλέξανδρου Ευαγγέλου, μαθητή Δημοτικού Σχολείου Δρυοφύτου Πρέβεζας, 1946-1952



Ήταν εύκολο να γράψουν;
"Αυτά τα μέσα που χρησιμοποιούσαμε ως μαθητές για το γράψιμο ήταν δύσκολα και προβληματικά στη χρήση τους.
Απαιτούν μεγάλη προσοχή στην λεπτομέρεια. Να προσαρμόσεις την πένα κανονικά στον κονδυλοφόρο για να ρίχνει όση μελάνη χρειάζεται. Να βουτάς την πένα στο μελανοδοχείο με προσοχή, ώστε να μη χυθεί μελάνη έξω και να μουτζουρώσει το γραπτό… Να μην σπάσει το μελανοδοχείο και μουτζουρωθούν όλα."
Μαρτυρία Παναγιώτη Ντζουροπάνου, συνταξιούχου δασκάλου



Πώς έφτιαχνανν τις τσάντες
Σαν πήγα στο σχολείο με κοροϊδέψανε τα παιδιά. Όχι τόσο για τη πάνινη σάκα… όσο για το φανταχτερό κουμπί. Γύρισα κλαίγοντας…
«Ποιος κορόιδεψε αυτή τη σάκα που είναι από κουβέρτα που σκέπασε στρατιώτη στον πόλεμο; Και το κουμπί που είναι το πιο ξεχωριστό κουμπί του κόσμου, κλείνει το βοριά έξω από το κορμί της μάνα σου, όταν φοράει το παλτό της. Να πας να πεις στα παιδιά που κοροϊδεύουν, πως η σάκα σου πριν γίνει σάκα πολέμησε για να είμαστε ελεύθεροι και να πηγαίνετε τώρα στο σχολείο…»
Ναννίνα Σακκά-Νικολακοπούλου, Η μικρή πολιτεία μιας ζωής, εκδ. Θωμά Κώτσια




Σε τι κατάσταση ήταν τα σχολεία μετά τον πόλεμο;
"… το 1977 το σχολείο στεγαζόταν σε ένα σπίτι με δύο αίθουσες… στη μια αίθουσα βρήκα πέντε θρανία, έναν πίνακα, μια ξυλόσομπα. Στην άλλη βρήκα μερικές κότες".
Μαρτυρία Γεωργίου Χασάπη, συνταξιούχου δασκάλου



Μαρτυρία
Πού έκαναν μάθημα τα παιδιά;
"Μετά το κάψιμο του σχολείου από τους Γερμανούς τα θρανία μας ήταν οι πέτρες και η αίθουσά μας ο μαντρότοιχος της εκκλησίας, όπου γυρίζαμε γύρω γύρω, ώστε να βρούμε μέρος προσηλιακό και απάγκιο για να μπορούμε να σταθούμε."
Μαρτυρία Αλέξανδρου Ευαγγέλου, μαθητή Δρυοφύτου Πρέβεζας, 1946-1952



Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο


Πώς φάνταζε ο δάσκαλος στα μάτια των μαθητών;
… κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου να δω αν έχει κέρατα˙ μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο. Του ΄πε ο πατέρας: «Ετούτος είναι ο γιός μου. Το κρέας δικό σου, το κόκκαλα δικά μου˙ μην το λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο».
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Καζαντζάκη, 1998



Τον αγαπούσα πολύ το δάσκαλό μου. Μετά από τον πατέρα μου… αυτόν αγαπούσα. Ποτέ δεν μας βάρεσε κι όλο ωραία πράγματα μας μάθαινε… μας μιλούσε για τη γη, τον ήλιο, το φεγγάρι, για τους μέρμηγκες… Ήταν, βλέπεις, μονοτάξιο το σχολείο…
Ζωρζ Σαρή, Το παραράδιασμα, εκδ. Πατάκη, 1999¨




"Κάτι άνθρωποι ξεφόρτωναν τα καζάνια, τα ‘βαλαν μέσα στο σχολείο και ύστερα ο δάσκαλος γύρισε στα παιδιά και τους είπε με ύφος, λες και έβγαζε λόγο για την Εθνική γιορτή: «Πάρτε τα κουτιά σας και μπείτε στη σειρά. Αρχίζει το συσσίτιο… Οι μικροί μπροστά, οι μεγάλοι πιο πίσω…».
Ο Σωτήρης και ο Πέτρος στέκονταν στη μέση. Κοιτάνε, όσο να φτάσει η σειρά τους, τις μεγάλες σιδερένιες κουτάλες που βυθίζονται στα καζάνια, χάνονται για λίγο και ύστερα ξανασηκώνονται βαριές βαριές και αχνιστές και αδειάζουν μέσα σε κάθε τενεκεδάκι μια πηχτουλή σούπα.
Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, εκδ Κέδρος, 2002




«Σκαρώνουμε κάτι;»… «ναι»… Πασαλείψαμε το χερούλι της πόρτας με γλυκόζη για να κολλήσουν τα χέρια της δασκάλας να γελάσουμε… Δεν γελάσανε… κοιτούσαν τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι… Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα ια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της «Μην την σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τα’ όνομα του Θεού! Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλου, για να τη φάτε και να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά»… «Από το δικό , από το δικό μου, κυρία, να, πάρετε λίγο!». Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε…
Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Ο καιρός της Σοκολάτας, εκδ. Πατάκης 2015



Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Σηκώθηκα σε όλα τα μαθήματα. Στη Γραμματική είπα σωστά τους κανόνες. Την Ανάγνωση τη διάβασα με νόημα. Στα Μαθηματικά πήρα «εύγε»… Α! και στο διάλειμμα έβαλα τρία… φανταστικά γκολ!
Αγγελική Βαρελλά, Αναγνωστικόν Γ΄ Δημοτικού, ΟΕΔΒ, 1973



Πήγαιναν παλιά οι μαθητές εκδρομές; Τι έπαιρναν μαζί τους;
Το φαΐ τους ήταν το κλασικό για τις εκδρομές: κρύοι κιοφτέδες, κανένα φρούτο ή μια χούφτα σταφίδες. Μερικά είχανε μονάχα ψωμοτύρι, μα τσιμπήσανε και κανένα κιοφτέ…
Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, εκδ. Ερμής, 1988