Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

ΨΗΦΙΑΚΟ MEMORY GAME-ΠΑΛΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΑ


Παίξτε ένα παιχνίδι μνήμης με τα παλιά αναγνωστικά και ξαναθυμηθείτε τα.
Μπορείτε να το βρείτε ΕΔΩ

Το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης έχει μια από τις καλύτερες συλλογές σχολικών αναγνωστικών.
Μπορείτε να περιηγηθείτε στις Συλλογές του ΕΔΩ




Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΑ ΕΝΤΟΜΑ

Παιχνίδια με τα έντομα από τη Χριστίνα Καραπά


Βρες 10 έντομα ΕΔΩ



Βρες πώς λέγεται το έντομο ΕΔΩ



Βρες το έντομο ΕΔΩ


Βρες τις κρυμμένες λέξεις από τα έντομα που βλέπεις στις εικόνες ΕΔΩ


Ταίριαξε εικόνα με λέξη και βρες τα έντομα ΕΔΩ



Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

ΔΙΕΘΝΗΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ-ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ



 Περιπέτεια στο μουσείο: Μια διαφορετική εκδρομή
Χρήστος Γεραρής


Ήταν πρωί Δευτέρας, μιας μέρας που όχι μόνο ποτέ δεν θα αναμέναμε με ανυπομονησία, αλλά και που θα κάναμε τα πάντα για να μην έρθει. Κι όμως, αυτή η Δευτέρα, ήταν διαφορετική! Θα πηγαίναμε στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου είχαν δηλώσει συμμετοχή, και ναι-η στιγμή έφτασε. Επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο που θα μας μετέφερε στο μουσείο και δεν καταλάβαμε πόσο γρήγορα φθάσαμε. Μάλιστα, ο φίλος μου ο Γιωργάκης είχε επισκεφθεί ξανά το μουσείο με τους γονείς του και ήξερε κάποια σχετικά πράγματα. Ξεναγό δεν είχαμε, όμως μας έλεγαν μερικές πληροφορίες οι καθηγητές μας. Ταυτόχρονα, ο Γιωργάκης μου έκανε τη δική του ξενάγηση.
-Βλέπεις αυτήν την εικόνα με τα δύο παιδάκια; Είναι από το εξώφυλλο ενός παλιού αλφαβηταρίου.
-Την έχω ξαναδεί νομίζω…
Με την πολλή συζήτηση, «βυθιστήκαμε» στη μαγεία όλων αυτών των όμορφων,  συνάμα όμως τρομακτικών εκθεμάτων, και απομακρυνθήκαμε από την υπόλοιπη τάξη, χωρίς να το καταλάβουμε. Υπήρχαν παντού γύρω μας παιχνίδια και βιβλία  των παιδιών. Πόσο διαφορετική ήταν αυτή η εποχή! Τότε, ο Γιωργάκης μου λέει:
-Υπάρχει μια αίθουσα εδώ με παλιές γραφομηχανές και διάφορα άλλα. Πάμε να ρίξουμε μια ματιά;
-Μα…
-Μην ανησυχείς, θα ξαναβρούμε την τάξη μας, έλα!
Πράγματι, μπήκαμε στην αίθουσα. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και δεν υπήρχαν επισκέπτες. Οι πόρτες έτριζαν και έξω ο αέρας φυσούσε.
-Βλέπεις; Αυτή είναι μια στολή κοριτσίστικη. Δινόταν μεγάλη σημασία στην εμφάνιση των μαθητών. Να και κάποιες σάκες…
 Η ώρα περνούσε και η υπόλοιπη τάξη άφαντη. Εμείς παρατηρούσαμε τα εκθέματα, όλα τακτοποιημένα με σειρά. Ήταν σαν να βρισκόμασταν σε μια πραγματική τάξη εκείνης της εποχής. Τότε καθίσαμε σε ένα μικρρό θρανίο και κλείσαμε τα μάτια μας. Επικρατούσε ησυχία…
Μετά από λίγη ώρα , ω του παραδόξου θαύματος, ανοίξαμε τα μάτια μας και αντικρίσαμε κάτι απίστευτο! Στην έδρα ήταν καθισμένη μια νεαρή κυρία, πιθανότατα η δασκάλα και στα θρανία πειθαρχημένοι μαθητές με στολές. Ακόμα και εμείς φορούσαμε στολές και είχαμε μπροστά μας από ένα αναγνωστικό : ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ’ Δημοτικού!
Η δασκάλα διάβαζε μια ιστορία: Ο Σιδηρουργός.
Όλοι οι μαθητές κοιτούσαν το κείμενο από μέσα με ανυπομονησία όταν η δασκάλα με έβαλε να διαβάσω-ήξερε το επίθετό μου! Έτσι, διάβασα ένα απόσπασμα, πάντα με τρόμο και απορία για αυτό  που συνέβαινε. Διάβασα περίπου πέντε σειρές.
-Για την επόμενη φορά, αντιγραφή και απέξω το διήγημα. Μπορείτε να πηγαίνετε. Προσέξτε στον δρόμο.
 Εγώ και ο Γιωργάκης κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο για μερικά δευτερόλεπτα. Τα πάντα ήταν όπως πριν. Δεν υπήρχε ούτε στολή, ούτε δασκάλα, ούτε τετράδιο. Σηκωθήκαμε γρήγορα χωρίς να πούμε λέξη και πήγαμε στην κεντρική είσοδο. Η υπόλοιπη τάξη είχε ανησυχήσει.
«Που ήσασταν παιδιά; Δεν έπρεπε να φύγετε  από δίπλα μου. Ακολουθείτε πάντα τον καθηγητή σας», μας μάλωσε η καθηγήτριά μας.

Πάλι δεν μιλήσαμε και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής μη έχοντας καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Αυτό που ξέραμε πάντως ήταν πως η εκδρομή αυτή ήταν πολύ καλύτερη και βιωματική-τουλάχιστον για εμάς τους δύο- απ’ ό,τι την περιμέναμε, παρόλο που δεν πίστεψε κανείς την περιπέτειά μας. Είχαμε μια μοναδική εμπειρία επιστροφής πίσω στο χρόνο, την καλύτερη ξενάγηση που θα μπορούσαμε να έχουμε!


 Μυστήριο στο Μουσείο
Σμαράγδα Μπότη

Πριν από λίγες μέρες πήγαμε εκδρομή στο λαογραφικό μουσείο της Κύμης. Η ιδέα αρχικά δεν με ενθουσίασε, καθώς θα προτιμούσα να πάμε κάπου αλλού.
                        Όταν έφτασε η μέρα ανεβήκαμε στο λεωφορείο από την Οκτωνιά και πήγαμε στο μουσείο στην Κύμη. Όταν μπήκαμε μέσα, εντυπωσιάστηκα! Στο ισόγειο είχε διάφορες φορεσιές, στολές και πολλών ειδών ενδυμασίες. Επίσης, στην «αστική γωνιά» υπήρχαν ιερά σκεύη, ξυλόγλυπτα και τόσα άλλα υπέροχα πράγματα! Τα κοίταζα προσεκτικά και πραγματικά είχα εντυπωσιαστεί! Υπήρχαν και άλλες αίθουσες στο ισόγειο, μα πιο συγκλονιστική ήταν αυτή που αναπαριστούσε ένα ολόκληρο παλιό σπίτι. Όταν αντίκρισα την κρεβατοκάμαρα, το βλέμμα μου στάθηκε στην αραχνοΰφαντη πάντα στον τοίχο: φαινόταν στην άκρη της μια χρυσή κουκίδα. Αρχικά, νόμιζα ότι όλο αυτό το έκαναν τα μάτια μου και, ενώ πήγαμε πιο πέρα να θαυμάσουμε τα ασπροκεντήματα, εγώ σκεφτόμουν όλη την ώρα την κουκίδα.
                        Αφού ξεναγηθήκαμε παντού, πήγαμε και καθίσαμε στη βιβλιοθήκη. Εγώ παρακάλεσα την υπεύθυνη και πάω ξανά μόνη μου στους χώρους που είχαμε περάσει, για να τα δω ξανά όλα μόνη μου με ησυχία. Εκείνη συμφώνησε, θέτοντας μου ως προϋπόθεση να μην αγγίξω τίποτα. Ένευσα καταφατικά και έτρεξα, σχεδόν, στην κρεβατοκάμαρα.
                        Μόλις μπήκα στην αίθουσα, η χρυσή κουκίδα έλαμπε ακόμη περισσότερο. Πλησίασα το χέρι μου να την αγγίξω και, εκείνη την ώρα, ήρθε η υπεύθυνη το μάτι της έπεσε πάνω στην κουκίδα. Στην ερώτησή μου αν την είχε ξαναδεί, απάντησε πως δεν την είχε προσέξει. Η περιέργειά μου είχε φουντώσει και, τραβώντας την πάντα, αντικρίσαμε ένα χρυσό κλειδί, που πάνω του έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα: «Στον Κυμαίο ευεργέτη σαν πας, θα βρεις αυτό που αναζητάς». Κατευθείαν το μυαλό μου πήγε στον Γ. Παπανικολάου και τρέξαμε στην αίθουσα με τις φωτογραφίες από τη ζωή του. Εκεί βρισκόταν η δασκάλα και οι συμμαθητές μου και, αφού τους εξηγήσαμε τα πάντα, αρχίσαμε να ψάχνουμε για τη λύση στο μυστήριο του κλειδιού, προσπαθώντας να βρούμε πού θα το βάλουμε.
                        Έπειτα από αρκετή ώρα και αφού παιδευτήκαμε αρκετά, μια συμμαθήτριά μου  είπε πως μάλλον το κλειδί μας υποδείκνυε τον τόπο, όπου έπρεπε να πάμε. Ξαφνικά, το μάτι της δασκάλας μας έπεσε σε ένα χαρτί που φαινόταν πίσω από μια φωτογραφία. Το τραβήξαμε και έγραφε: «Δούλεψε σκληρά και θα βγάλεις στάρι». «Αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο!» παραπονέθηκε μια μαθήτρια της Ε΄τάξης. «Μάλλον πρέπει να πάμε στην αίθουσα με τα γεωργικά εργαλεία», απάντησα εγώ. Πήγαμε στην αίθουσα και σε μια γωνιά, κάτω από ένα δρεπάνι υπήρχε ένα άλλο κιτρινισμένο χαρτί που έγραφε: «Βάλε μπουγάδα και ξεπλένεται η αλήθεια». «Γρήγορα, πάμε στον χώρο του πλυσταριού!» πρόσταξε η δασκάλα μας. Τρέξαμε γρήγορα και αρχίσαμε το ψάξιμο. Ψάχναμε, ψάχναμε…  ώσπου κάποια παιδιά βρήκαν ένα άλλο σημείωμα μέσα σε μια σκάφη. Μου το έδωσαν και διάβασα δυνατά: «Μπράβο, παιδιά! Αν διαβάζετε αυτό το σημείωμα τώρα, σημαίνει ότι συνεργαστήκατε και δουλέψατε μαζί. Δείξατε ενδιαφέρον για τον τόπο σας και ένα ξυλόγλυπτο ενθύμιο σας ανήκει»!
                        Τελικά, όλη η ιστορία είχε «σκηνοθετηθεί» από την υπεύθυνη του μουσείου και τη δασκάλα μας. Αυτή ήταν η πιο περιπετειώδης εκδρομή και θα μου μείνει αξέχαστη!


Με τον Δούκα στο Μουσείο Ουφίτσι της Φλωρεντίας
Ερατώ Άννα Σμπόνια


΄Ήταν μια κανονική μέρα όπως όλες οι άλλες. Καθόμουνα ήρεμα στον πίνακά μου, κατσουφιασμένος όπως πάντα, δεν φταίω εγώ αν ο ζωγράφος με σχεδίασε έτσι. Είχα το ωραίο κόκκινο καπελάκι Δούκα σταθερό στο κεφάλι μου, οι επισκέπτες του μουσείου περπάταγαν ανάμεσα στους πίνακες, ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Αχ, συγνώμη, ξεχάστηκα να συστηθώ. Είμαι ο Δούκας του Μοντεφέλτρο. Το πορτρέτο μου είναι τοποθετημένο δίπλα στον πίνακα της Δούκισσας του Ουρμπίνο. Δεν ξέρω πώς του ήρθε του Μουσείου να βάλει ένα τσακωμένο  ζευγάρι τον ένα δίπλα στην άλλη να κοιτάζονται αιώνια. Ναι, καλά καταλάβατε, τελευταία δεν τα πάω πολύ καλά με τη σύζυγό μου. Πολλές φορές το βράδυ, όταν δεν κοιτάει κανένας, πηγαίνω καμιά βολτίτσα στους άλλους πίνακες να δω τους φίλους μου.
To ίδιο έγινε και εκείνη την δήθεν συνηθισμένη μέρα, που η δούκισσα είχε ξεπεράσει τα όρια. Αποφάσισα οργισμένος να πάω να κάνω μία βόλτα, όσο οι τουρίστες ήταν ακόμα λίγοι. Γύρισα την πλάτη μου στη σύζυγό μου και πήγα να βρω την φίλη μου θεά Αφροδίτη στον πίνακα της ‘Ανοιξης του Μποτιτσέλι. Για κάποιο παράξενο λόγο δεν μπορούσα να την βρω πουθενά. Κοίταξα γύρω, όλα ήταν πολύ παράξενα. Δεν είχα ξαναδεί τόσο ρεαλιστική ζωγραφιά. Aλλά μόλις όλοι άρχισαν να με κοιτάνε παράξενα κατάλαβα ότι είχα πάρει λάθος δρόμο και είχα καταλήξει στον κόσμο των ανθρώπων. Άρχισα να περπατάω πανικόβλητος ψάχνοντας την Άνοιξη.
 Ξαφνικά είδα ένα πλήθος ανθρώπων μαζεμένους γύρω από έναν πίνακα. Πλησίασα και είδα ότι παρατηρούσαν με ενθουσιασμό το αριστούργημα του Μικελάντζελο, τη  Μαντόνα Ντόνι. Δεν είχα ποτέ παρατηρήσει αυτή την τόσο όμορφη ζωγραφιά, ήταν λες και την έβλεπα για πρώτη φορά. Απεικονίζει την Αγία Οικογένεια και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Λένε ότι αυτός ο πίνακας είναι το μοναδικό ζωγραφικό έργο του γλύπτη Μικελάντζελο.
Γύρισα απότομα το κεφάλι μου και είδα στο τέλος του διαδρόμου την Αφροδίτη να με κοιτάει. Έτρεξα προς το μέρος της και κάθισα να κοιτάζω τον πίνακα με το στόμα ανοιχτό. Τι ομορφιά! Τι χρώματα! Τα μάτια μου σχεδόν βγήκαν από την θέση τους. Η Αφροδίτη, όπως πάντα όμορφη στην μέση της ζωγραφιάς, με κοίταζε απορημένη. Ο άνεμος στην άλλη άκρη, με ένα θυμωμένο ύφος, κυνηγούσε την τρομαγμένη Φλώρα, την θεά των φυτών. Και πάνω από την θεά πετούσε ο φιλαράκος μου ο Έρως. Με κοίταξε καλά και μου είπε ψιθυριστά ‘τρέχα, πήγαινε στον Δάντη, μόνο αυτός μπορεί να σε βοηθήσει’.
Μόλις με είδε ο Δάντης με κοίταξε με ένα βλέμμα λες και μου έλεγε ‘Τι βλακεία έκανες πάλι;’. Τον κοίταξα καλά. Φορούσε μια μακριά σκούρα κόκκινη ρόμπα και στο αριστερό του χέρι κράταγε το βιβλίο του. Είχε ένα ειρηνικό, σοφό ύφος και με το δεξί χέρι σηκωμένο κοιτούσε προς τα δεξιά, λες και μου έδειχνε κάτι. Κοίταξα προς εκείνη την κατεύθυνση και είδα με μεγάλη χαρά την κορνίζα του πίνακά μου. Έριξα μια ματιά δεξιά και αριστερά για να σιγουρευτώ ότι κανείς δεν κοιτούσε και πήδηξα στην θέση μου. Τι να κάνω, αυτό είναι το πεπρωμένο μου. Καταδικασμένος ισόβια να κοιτάζω την συμβία μου.       






 Περιπέτεια στο Μουσείο
Omama Al Barakat


Την άνοιξη ήμουν 10 χρονών, πήγαινα σχολείο, πηγαίναμε εκδρομές στη φύση και στα μουσεία, αλλά ξαφνικά όλα σταμάτησαν να λειτουργούν. Κάτι έγινε, ο Κορονοϊός, ένας ιός στην Κίνα, σιγά σιγά εξαπλώθηκε παντού, και για αυτό έκλεισαν όλα και ανακοίνωσαν απαγόρευση κυκλοφορίας. Δεν μπορούμε να πάμε ούτε καν έξω από το σπίτι. Θεέ μου τι είναι όλα αυτά!
Έχουν περάσει 2 μήνες, χωρίς μάθηση και χωρίς κάποιο όφελος. Μου έλειψαν τα μουσεία και ξεκίνησα να σκέφτομαι: «Πότε θα βγω από το σπίτι;». Μετά είπα: «Γιατί να μην βγω με το μυαλό μου και την φαντασία μου;». Στη συνέχεια, σκέφτηκα: «Γιατί δε βγαίνω και έξω από τον πλανήτη μας;».
Έτσι, ξεκίνησα το ταξίδι μου. Πήγα στο διάστημα, ήμουν μέσα σε ένα διαστημικό σκάφος. Πόσο ωραίο ήταν! Με ρώτησε ο εξωγήινος που θέλω να πάω και του απάντησα στον πλανήτη Ερμή. Το σκάφος πετούσε και η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα από τον φόβο. Ήμουν, όμως, πολύ χαρούμενη. Είδα τον πλανήτη μου από το παράθυρο και παρατήρησα ότι έχει σχήμα μπάλας. Είχε λίγα σημεία ξηράς και λίγα πράσινα. Είχε, όμως, πολλή θάλασσα! Η θάλασσα σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος του. Όταν ήμασταν στα μισά της εκδρομής μας, σιγά σιγά εμφανίζονταν και άλλοι πλανήτες. Τα αστέρια ήταν πολύ μεγάλα και το φεγγάρι επίσης. Εμείς νομίζαμε ότι είναι μικρά! Τα αστέρια έλαμπαν, ήταν τέλειο θέαμα!
Φτάσαμε στον πλανήτη Ερμή. Η θέα ήταν μαγευτική! Λες και ο πλανήτης ήταν άδειος και δεν είχε ψυχή. Υπήρχαν πολλά όμορφα λουλούδια και λουλουδένιες πεταλούδες και σφυρίχτρες. Κατέβηκα από το σκάφος και περπατούσα στον πλανήτη. Είδα έναν μακρύ δρόμο που στις άκρες του είχε πολλά λουλούδια, αλλά δεν μπορούσα να δω τι ήταν από πίσω. Περπατούσα μέχρι πού είδα ένα μεγάλο κάστρο από λουλούδια και μπήκα μέσα. Ήταν ένα παλιό μουσείο με εκθέματα φτιαγμένα από λουλούδια. Είδα εκεί πρόσωπα και σώματα από λουλούδια, ζώα και μετά συνέχισα την εξερεύνηση.
Ενώ προχωρούσα, είδα πάνω σε ένα δέντρο μια λουλουδένια φωλιά. Δεν μου φάνηκε ότι ήταν φωλιά πουλιών, γιατί ήταν πολύ μεγάλη και έμοιαζε με τα σπίτια μας. Ενθουσιαστικά και ήθελα να δω τι είναι μέσα. Σκαρφάλωσα στο δέντρο και είδα μια λουλουδένια πριγκίπισσα που είχε φτερά και μας έμοιαζε. Το πρόσωπο της ήταν άσπρο και ήταν πολύ όμορφη. Της φώναξα: «Πριγκίπισσα;». Ξύπνησε και με είδε, πέταξε γρήγορα προς το μέρος μου και με ρώτησε: «Ποια είσαι και πώς ήρθες εδώ; Ποιος σε έφερε και πώς έμαθες που μένω;». Της είπα πως ήρθα εδώ για να γνωρίσω έναν καινούριο κόσμο και ότι χάρηκα πολύ για την γνωριμία. Με καλωσόρισε και μου είπε ότι αυτόν τον λουλουδένιο κόσμο τον έφτιαξε η ίδια. Της είπα: «Το μουσείο σου είναι πολύ ωραίο, όπως και εσύ. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα πριγκίπισσα!».
Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω. Η πριγκίπισσα μου είπε ότι δεν έμεινα πολύ, αλλά της υποσχέθηκα ότι θα την επισκεφτώ ξανά και θα τα πούμε σύντομα! Έτσι γύρισα στον πλανήτη Γη και στο μέρος που καθόμουν. Ήταν μια πολύ ωραία εκδρομή και με έκανε να γνωρίσω έναν καινούριο κόσμο, ενώ βρισκόμουν στην θέση μου!


Η απαγωγή
Παρασκευή Ανδρεάδου


Παρασκευή, 19 Ιουλίου 2019
Προσπάθεια απαγωγής στο μουσείο, ο κακοποιός συλλαμβάνεται. Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…..
    Πέμπτη, 18 Ιουλίου (πρωί)
  Εγώ και η οικογένειά μου πήγαμε μια επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αβδήρων. Εκεί γινόταν μια εκδήλωση που ήταν μόνο για παιδιά και έτσι οι γονείς μου, με άφησαν να την παρακολουθήσω. Στο μουσείο υπήρχε  ένας ξεναγός, ο οποίος μας έδειχνε διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα. Μετά από λίγα λεπτά, ένας άγνωστος με τράβηξε από το χέρι και είπε , δήθεν, πως είναι ο μπαμπάς της κολλητής μου. Εγώ τον ακολούθησα και με πήγε σε μια αίθουσα όπου βρισκόταν μια ομάδα Αμερικανών. Ανάμεσά τους ήταν η Κέιτ. Τη γνώρισα όταν φτάσαμε στην αίθουσα με τα ταφικά ευρήματα. Εκεί τελείωνε η ξενάγηση και όλοι έτρεξαν στην έξοδο εκτός από εμένα που χτύπησα το πόδι μου σε μία επιτύμβια πλάκα. Η Κέιτ έτρεξε να με βοηθήσει. Έτσι γνωριστήκαμε. Ξαφνικά, ο «μπαμπάς» της κολλητής μου, κλείδωσε την πόρτα λέγοντας τη φράση «αυτός θα γίνει ο δικό σας τάφος».
        Πέμπτη, 18 Ιουλίου (μεσημέρι)..
           Ρώτησα την Κέιτ αν έχει κινητό τηλέφωνο, για να τηλεφωνήσουμε στην  αστυνομία. Εκείνη έβγαλε από την τσάντα της ένα κινητό με ασημένια θήκη που όμως είχε ξεχάσει να το φορτίσει. Έπειτα εγώ ,επειδή  είχα πεινάσει, έβγαλα ένα σάντουιτς από τον σάκο μου και το μοιράστηκα με την Κέιτ. Καθώς τρώγαμε , ακούστηκε μια ανδρική φωνή. Γύρισα πίσω μου και είδα το άγαλμα του Δημόκριτου να μου μιλάει. Λιποθύμησα από το φόβο μου.
     Πέμπτη, 18 Ιουλίου (απόγευμα)..
           Λίγη ώρα μετά ένοιωσα ένα χέρι να με σκουντάει. Ήταν η Κέιτ που προσπαθούσε να με συνεφέρει. Μου έδωσε λίγο νερό και μισή σοκολάτα. Μετά από αυτό με έπιασε μια ανησυχία ότι θα με ψάχνουν οι δικοί μου. Το άγαλμα εξακολουθούσε να μένει «ζωντανό» και έτσι αρχίσαμε να ψάχνουμε να βρούμε τι κάνει το άγαλμα να «ζωντανεύει». Τότε βρήκα ένα κουμπί. Το πάτησα και ξαφνικά ακούστηκε ο δυνατός ήχος του συναγερμού. Η Κέιτ πανικοβλήθηκε και μου είπε ότι θα μπούμε φυλακή αλλά εμένα μου ήρθε μια  πολύ τρελή ιδέα. Εφόσον η αστυνομία θα νόμιζε ότι έγινε ληστεία  στο μουσείο, θα έφτανε αμέσως και έτσι μπορούσαμε να σωθούμε από τον απαγωγέα μας.
Μέχρι τότε έπρεπε να σκεφτούμε τι πρέπει να κάνουμε για να μας βρουν οι αστυνομικοί πιο γρήγορα. Έτσι, πετάξαμε χρήματα στο πάτωμα   για να τους τραβήξουμε την προσοχή, ανοίξαμε το χρηματοκιβώτιο και περιμέναμε.
   Δέκα λεπτά αργότερα…..
    Ακούγονταν σειρήνες παντού. Περιμέναμε με αγωνία να φτάσουν οι άνθρωποι που θα μας ελευθέρωναν. Η πόρτα έτριξε και δυο αστυνομικοί μπήκαν στο χώρο της ψεύτικης κλοπής. Είδαν τα πεταμένα λεφτά και  πλησίασαν στο ανοιχτό χρηματοκιβώτιο. Μας βρήκαν κρυμμένες πίσω του και παγωμένες από το φόβο μας. Προσπάθησαν να μας ηρεμήσουν και μας ρώτησαν τι είχε συμβεί. Εκείνη την ώρα έφτασε και ο απαγωγέας μας μαζί με δύο αγόρια που σκόπευε να τα κλειδώσει μαζί μας. Οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν και ειδοποίησαν τους γονείς μας να έρθουν να μας πάρουν.
     Την άλλη μέρα, η Κέιτ κι εγώ, βλέπαμε τις φωτογραφίες μας στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων…….

 Περιπέτεια στο Μουσείο
(Τη μέρα που επισκέφθηκα το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας)
Κωνσταντίνος Χρυσοβαλάντης Γεωργίου


Επιτέλους! Έφτασε η μέρα που είχα κυκλώσει στο ημερολόγιό μου. Σάββατο, 15 Μαρτίου. Επίσκεψη στο μουσείο! Θα έβλεπα από κοντά όλα αυτά που μελετούσα και θαύμαζα τόσο καιρό, μέσα από τις εγκυκλοπαίδειές μου.
«Καλωσορίσατε στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας» είπε ένας κύριος ανοίγοντας την πόρτα.  Άφησα το χέρι του μπαμπά κι έκανα μια αργή στροφή  γύρω από τον εαυτό μου, ξεφωνίζοντας ένα δυνατό «Γουάουυυυυυ»! Βρέθηκα σε μια.. ζούγκλα! Όχι, σε ένα… δάσος. Ή μήπως σε μια λίμνη, σε μια θάλασσα, σε ένα ποτάμι. Δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Τι να πρωτοδώ. Ώσπου άκουσα μια φωνή να μου φωνάζει « Κωνσταντίνοοο».
Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, τίποτα. Πάνω, κάτω… κανείς. «Εεε, ψιτ εδώ», συνέχισε η φωνή. Μου φάνηκε πως  προερχόταν από την… αρκούδα. Εκείνη την τεράστια  που με κοιτούσε με τα λαμπερά της μάτια. Πλησίασα κι έμεινα για λίγη ώρα να κοιτώ τα κοφτερά της νύχια και την πλούσια, καφέ γούνα της. Το βλέμμα μου έπεσε στο μικρό ταπελάκι με τις πληροφορίες και ξεκίνησα να διαβάζω: «Η αρκούδα….» ώσπου εμφανίστηκε ένα τοξάκι. Ένα χρυσό τοξάκι που μου έδειχνε να προχωρήσω δεξιά. Εκεί ήταν ένας κροκόδειλος που έμοιαζε τόσο ζωντανός με το στόμα ανοιχτό και τα τριγωνικά του δόντια.  Η ταμπελίτσα του έλεγε:« Διάβαζε και σημείωνε ό, τι βλέπεις».
Χωρίς χάσιμο χρόνου, έβγαλα από το σακίδιό μου σημειωματάριο και στυλό και έγραφα ό, τι μου έδειχνε η ταμπέλα. Κάθε ταμπέλα κι ένα γράμμα της αλφαβήτας.  Έβλεπα και σημείωνα ώσπου βγήκε ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα από τα… ζώα.
«ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΑΣ ΝΑ ΖΩΝΤΑΝΕΨΟΥΜΕ. ΣΕ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΣΤΕ!» Στο τελευταίο ταμπελάκι είχε κι έναν χάρτη.
Έτσι, ξεκίνησα τη μεγάλη προσπάθεια για να εκτελέσω αυτή την περίπλοκη και σπουδαία αποστολή. Ακολούθησα τον χάρτη. ‘Εστριψα 46ο δεξιά, δυο μέτρα  μπροστά. Έφτασα μπροστά από έναν λαγό. Πλησίασα το ταμπελάκι κι έγραφε μοναχά τη συλλαβή «ΛΑ». Αμέσως το σημείωσα και συνέχισα να ακολουθώ τον χάρτη.  Έφτασα μπροστά από ένα ζουζούνι με φτερά. Στο ταμπελάκι του έγραφε  ένα «ΖΟΥ». Συνέχισα ώσπου βρέθηκα μπροστά από έναν ρινόκερο. Τεράστιο, γκρίζο και ξέρετε τι μου εμφάνισε η ταπέλα του; Τη συλλαβή «ΡΙ». Τη σημείωσα κι αυτή. Ακολούθησα και πάλι τον χάρτη ώσπου βρέθηκα μπροστά από ένα σπουργίτη.  Αυτή τη φορά έγραψα τη συλλαβή «ΤΗΣ» .
 Ο χάρτης με οδήγησε στην αίθουσα με τα πετρώματα. Γύρισα τον χάρτη ανάποδα και διάβασα: «Γράψε τις συλλαβές που βρήκες με τη σειρά που τις βρήκες.» Τις έγραψα μια μια. ΛΑ  ΖΟΥ  ΡΙ  ΤΗΣ. Ήταν η λέξη λαζουρίτης. Ένα σπάνιο πέτρωμα. Αυτό θα έπρεπε να το πάρω από την αίθουσα εκθεμάτων με τα πετρώματα και  τους δεινόσαυρους.
Όταν έφτασα στην αίθουσα έκανα στροφές για να δω πού ακριβώς βρισκόταν. Τον είδα! Ήταν πάνω σε έναν δεινόσαυρο. Για να βγω εκεί πάνω έπρεπε να κάνω … παρκούρ. Από τον μικρό δεινόσαυρο στον μεσαίο και ύστερα στον πιο ψηλό. Τα κατάφερα! Πήρα στα χέρια μου το πέτρωμα και στη συνέχεια κατρακύλησα και βρέθηκα μπροστά από ένα κούφωμα. Αυτό ήταν! Το «αντίδοτο»! Τοποθέτησα το πέτρωμα στο κούφωμα και… αρκούδες,  χελώνες, κροκόδειλοι, τίγρεις, ζαρκάδια, κροκόδειλοι, λιοντάρια, πουλιά, ψάρια ζωντάνεψαν. Άλλα άρχισαν να περπατάνε, κάποια να πετάνε, άλλα να κολυμπάνε και όλα τους να επιστρέφουν πίσω στο φυσικό τους περιβάλλον.
Φεύγοντας, μού κλείσανε το μάτι. Το ίδιο έκανα κι εγώ!


 Μια περιπέτεια στο μουσείο`
Αγγελιάννα Γεωργούλη


Ας κάνουμε μία αναδρομή και ας γυρίσουμε δύο χρόνια πίσω, την ημέρα που επισκέφτηκα με την οικογένειά μου το μουσείο Φυσικής Ιστορίας στην όμορφη και παγωμένη Βιέννη.
Το μουσείο ήταν αριστοκρατικό. Ένα επιβλητικό κτήριο, που στις αίθουσές του, φιλοξενούσε αμέτρητα εκθέματα. Πολλοί άνθρωποι μεγάλοι και μικροί περίμεναν στη σειρά για να πάρουν το εισιτήριό τους. Όλοι τους χαμογελαστοί, καθώς θα επισκέπτονταν ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία στην Ευρώπη. Όλα ήταν πολύ ήρεμα κι η απαλή μουσική έκανε μικρούς και μεγάλους να χαλαρώνουν.
Φτάσαμε στην αίθουσα με τα βαλσαμωμένα ζώα. Υπήρχαν τίγρεις, λιοντάρια, πουλιά, σαύρες και άλλα πολλά. Μου κίνησε το ενδιαφέρον αυτή αίθουσα. Της οικογένειάς μου όχι και τόσο, αφού προχώρησαν γρήγορα στην επόμενη.
Έμεινα μόνη μου σε ολόκληρο το δωμάτιο να κοιτάζω ένα -ένα προσεκτικά τα εκθέματα και να διαβάζω τη λεζάντα του καθενός.
Ξαφνικά άκουσα τζάμια να σπάνε, γύρισα πίσω μου και τι να δω; ….μία τίγρης της Μαλαισίας, ένα λιοντάρι και μία μαϊμού πήδηξαν από τις βιτρίνες τους‼
Νόμιζα ότι θα μου κάνουν κακό! Όλες οι ιστορίες που είχα διαβάσει περιέγραφαν αυτά τα ζώα άγρια, περίεργα και επιθετικά! Τίποτα δεν ίσχυε.
Η τίγρης με πλησίασε σιγά σιγά, κι ακούμπησε τη μουσούδα της στη μύτη μου σαν αυτός να ήταν αυτός ο τρόπος της να με χαιρετήσει. Με ανέβασε στη ράχη της και με οδήγησε σε ένα δωμάτιο. Το τοπίο άλλαξε τελείως. Από εκεί που ήμουν στο μουσείο… μεταφέρθηκα στη ζούγκλα‼
Μία οικογένεια μαϊμούδων κρέμονταν από ένα καταπράσινο, ψηλό δέντρο, μερικές καμηλοπαρδάλεις έπιναν νερό από μία δροσερή λιμνούλα και ο βασιλιάς της ζούγκλας καθόταν στον αναπαυτικό θρόνο του, φτιαγμένο από φύλλα μπανανιάς και ξύλα μπαμπού.
Όλα τα ζώα εκεί, ήταν πολύ φιλικά μαζί μου και ήταν φανερό ότι ήθελαν να επικοινωνήσουμε. Μιλούσαν τη γλώσσα των ανθρώπων. Τους καταλάβαινα και αυτά το ίδιο.
Μου έδειξαν πόσο όμορφη είναι η ζούγκλα! Ένα σπάνιο πουλί, με υπέροχα χρωματιστά φτερά, που όμοιά τους δεν είχα ξαναντικρίσει στη ζωή μου, με τη βοήθεια ενός φτερού από παγώνι, ζωγράφισε πώς εμείς οι άνθρωποι καταστρέφουμε το σπίτι τους, τη ζούγκλα.
Ο βασιλιάς τους, το λιοντάρι, είπε, ότι πολλά από τα ζώα που βρίσκονταν εκεί χρόνια πριν ζούσαν σε ζούγκλες και σε δάση που τώρα έχουν καταστραφεί.
«ΞΗΡΑΣΙΑ, ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ, ΚΥΝΗΓΙ ΖΩΩΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙ ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΤΡΟΠΙΚΑ ΔΑΣΗ. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ Η ΦΩΝΗ ΜΑΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ ΑΥΤΗ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΓΚΑΛΙΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΟΥΝ ΤΗ ΓΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΦΙΛΟΞΕΝΕΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ ΑΚΟΜΗ ΧΡΟΝΙΑ!»
Είπε ο βασιλιάς κι όλα τα ζώα συμφώνησαν και τον χειροκρότησαν.
«ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ‼ ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΑ ΖΩΑ‼» Φώναξαν όλα μαζί.
Ήρθε η ώρα της επιστροφής. Η τίγρης με ανέβασε ξανά στη ράχη της και με μετέφερε πίσω στη αίθουσα του μουσείου.
Η μαμά μου εμφανίστηκε σαστισμένη μαζί με τους φύλακες. Με έψαχνε παντού!
Στο χέρι μου κρατούσα ένα χρωματιστό φτερό και ένα φύλλο μπανανιάς που πάνω του έγραφε: ΜΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΕ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟ ΦΤΕΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΘΥΜΑΣΑΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΣΠΑΝΙΟ ΦΥΛΑΧΤΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ.
                                                                ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΤΙΓΡΗΣ

 Περιπέτεια στο Μουσείο
Κοραλία Γκουντή


Ήταν στις 24 του μήνα οταν ο νυχτοφύλακας του μουσείου άρχισε να άκουει παράξενους θορύβους από την αίθουσα της αρχαίας Αιγύπτου.ωΑρχικά ο προϊστάμενός του νόμισε ότι απλά του φανταζόταν από την έλλειψη ύπνου.Μια νύχτα πήγε ο ίδιος να ελέγξει την κατάσταση.Λίγο μετά τα μεσάνυχτα συνειδητοποίησε ότι ο νυχτοφύλακας έλεγε την αλήθεια και πανικόβλητος έφυγε από το μουσείο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πόλλοι υπάλληλοι είπαν ότι το μουσείο ήταν στοιχειωμένο και οι συντηρητές απέφευγαν να πηγαίνουν στην συγκεκριμένη αίθουσα, ενώ οταν τα νέα διαδώθηκαν μόνο οι πιο τολμηροί επισκέπτονταν το μουσείο, ψάχνοντας για οποιοδήποτε στοιχείο για την 'υπαρξη του φαντάσματος.
Μέσα σε διάστημα μερικών ημερών υπήρχαν διάφορες θεωριές γύρω από τη στοιχειωμένη αίθουσα. Κάποιοι έλεγαν ότι το πνεύμα κάποιου φαραώ περιπλανίοταν στην αίθουσα ένω, κάποιοι άλλοι είπαν πως επρόκειτο για κάποια αρχαία κατάρα. Όταν οι υπεύθυνοι του μουσείου κατάλαβαν πως αν δεν έλυναν το μυστήριο της αίθουσας τότε το μουσείο θα έκλεινε αποφάσισαν να προσλάβουν κάποιον που θα τους βοηθούσε. Έτσι το επόμενο πρωί έβαλαν αγγελία το διαδίκτυο ζητώντας βοήθεια από οποιον μπορούσε να την προσφέρει με αμοιβή 2000 ευρώ.δύο μέρες πέρασαν όμως κανέις δεν εμφανίστηκε.Την τρίτη μέρα εμφανίστηκε ο μόνος άνθρωπος που ήταν διατεθειμένος να βοηθήσει. Ο φύλακας αρχικά ξαφνιάστηκε όταν είδε το άτομο αυτό και αρνήθηκε να το πάει στον υπεύθυνο. Τελικά όμως αφού κανένας άλλος δεν είχε εμφανιστει για την αγγελία,ο φύλακας πήγε εκείνο το περίεργο άτομο στον υπεύθυνο.
Εκείνος αφότου είδε εκεινον τον άνθρωπο και αφού ο φύλακας του είχε εξηγήσει τον λόγο της παρουσίας του εκεί,συνέχιζε να κοιτά χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνει την κατάσταση. Παρατηρούσε εκείνο το άγνωστο άτομο και δεν πίστευε οτι όντως είχε έρθει για την αγγελία. "Ώστε ενδιαφέρεστε για την αγγελία μας;" ρώτησε, "Μάλιστα αποκρίθηκε το άτομο δίπλα στον φύλακα. Ο υπεύθυνος δυσκολευόταν να κατανοήσει τι συνέβαινε. Έμεινε να κοιτάζει απορημένος τον μόνο ενδιαφερόμενο.
Ήταν ένα κορίτσι,μελαμψό με μαύρα μακριά μαλλία και μελί μάτια. Φορούσε μια κόκκινη ζακέτα, μια μαύρη φόρμα,κίτρινο μπλουζάκι και ενα ζευγάρι κόκκινα αθλητικά παπουτσια."Πόσων χρόνων είστε;" "Δεκαέξι" απάντησε το κορίτσι.Ο υπεύθυνος δεν είχε σκοπό να την προσλάβει ακόμη κι αν κάνεις άλλος δεν είχε ενδιάφερθει για την αγγελία,ήταν μόνο ένα παιδι."Πώς σε λένε;" "Ίσιδα".Ο υπεύθυνος  είχε αποφασίσει να μην την προσλάβει."Λυπάμαι Ίσιδα αλλά είσαι πολύ μικρή για να σε προσλάβουμε" δήλωσε. Η νεαρή κοπέλα όμως δεν το έβαλε κάτω.Έβγαλε από την τσέπη της ένα δηπλωμένο χαρτί και του το έδωσε."Ορίστε η έγγραφη συγκατάθεση των γονίων μου"είπε ο υπεύθυνος ξεδίπλωσε το χαρτί και το διάβασε όμως είχε ακόμη αμφιβολίες για την πρόσληψη.
Το κορίτσι το κατάλαβε και με μια φράση κατάφερε να τον πείσει."Χρειάζομαι μόνο μια νύχτα για να λύσω το μυστήριο".
Ο φύλακας και ο υπεύθυνος την κοίταξαν με δυσπιστία. Παρόλαυτα ο υπεύθυνος σκέφτηκε αυτό που είχε πει η νεαρή και ύστερα συμφώνησε να τη προσλάβει.
"Όμως θα πρέπει να λύσεις το μυστήριο απόψε" πρόσθεσε. Η κοπέλα συμφώνησε και έπειτα έφυγε
.Την ίδια νύχτα το κορίτσι επέστρεψε στο μουσείο όπου ο νυχτοφύλακας την οδήγησε στην αίθουσα της Αιγύπτου. 
Αν και τα φώτα ήταν ανοιχτά κάποιος από τους δυο φοβόταν. Η κοπέλα ανεπηρρέαστη από τις φήμες περιφερόταν στην αίθουσα χωρίς το παραμικρό ίχνος φόβου. Φαινόταν υπερβολικά ήρεμη. Συνέχιζε να περπατάει στην αίθουσα χωρίς να φαίνεται να ψαχνει για οτιδήποτε που θα μπορούσε να λύσει το μυστήριο.
Ο νυχτοφύλακας,ανήσυχος προσπάθησε να ηρεμήσει συζητώντας "Είπες οτι θα λύσεις το μυστήριο μέσα σε μια νύχτα,πώς σκοπεύεις να το κάνεις αυτό;" "Χωρίς να φοβάμαι"είπε η κοπέλα παραμένωντας ανέκφραστη.
Ο νυχτοφύλακς δεν είπε τίποτα άλλο,σκέφτηκε ότι εκείνο το κορίτσι είχε κάτι το τρομακτίκο. Ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και ακούστηκε ένα ουρλιαχτό.Όταν ξανάναψαν τα φώτα ο νυχτοφύλακας ήταν τρομοκρατημένος. Κοίταξε το κορίτσι,ήταν μπροστά από μια σαρκοφάγο με μια μαύρη γάτα με πράσινα μάτια στην αγκαλία της.Η νεαρή κοπέλα κοίταξε τον νυχτοφύλακα και δήλωσε"Ορίστε η λύση του μυστηρίου" "Μια γάτα;" ρώτησε φανερά απορημένος."Αυτή είναι η υπεύθυνη για τους θορύβους και όχι κάποιο αρχαίο πνεύμα".
Ο νυχτοφύλακας μπερδεμένος τηλεφώνησε στον υπεύθυνο."Το έλυσε" είπε.Όταν εξήγησε στον υπεύθυνο την λύση του μυστηρίου εκείνος του είπε να την ενημερώσει ότι θα έπερνε την αμοιβή της το επόμενο πρωί. Όμως αν και ο νυχτοφύλακας ενημέρωσε την κοπέλα,εκείνη δεν εμφανίστηκε.Δύο μέρες πέρασαν και ένα βράδυ ο νυχτοφύλακας επισκέφθηκε ξανά την αίθουσα της αρχαίας Αιγύπτου.
Όταν κοίταξε μεσα πάγωσε. Είδε την φιγούρα μιας κοπέλας με μακριά μαύρα μαλλία.Φορούσε αρχαία αιγυπτιακά ρούχα και κοσμήματα.
 Στεκόταν μπροστά από μια σαρκοφάγο,την ίδια σαρκοφάγο μπροστά από την οποια είχε σταθεί η μυστήρια κοπέλα με την μαύρη γάτα. Η φιγούρα γύρισε και κοίταξε τον νυχτοφύλακα.Η κοπέλα χαμογέλασε κι εκείνος άσπρισε από τον φόβο του. Ήταν η ίδια κοπέλα που είχε λύσει το μυστήριο των θορύβων."Γεια σου" του είπε.
Ο νυχτοφύλακας στεκόταν και την κοίταζε τρομοκρατημένος."Είμαι η Ίσιδα, η πρώτη γυναίκα φαραώ της αρχαίας Αιγύπτου". 
Η νεαρή κοπέλα κοίταξε ξανά την σαρκοφάγο και εξαφανίστηκε. Ο νυχτοφύλακας ακόμη τρομοκρατημένος κοίταξε την περιγραφή του εκθέματος και τέλος διάβασε "Μούμια νεαρής φαραώ,χρονολογία 1067π.Χ."

Περιπέτεια στο Μουσείο
Μάξιμος Γκουντής

Κάποτε σε ένα μουσείο μεγάλο σε επισκεψιμότητα  συνέβη κάτι συγκλονιστικό. Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 8 Αυγούστου 1967,ενώ ο νυχτοφύλακας έκανε περιπόλους εντός του μουσείου ξαφνικά έσβησαν τα φώτα .όταν άνοιξαν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς είχε κλαπεί και στη θέση του υπήρχε ένα αναποδογυρισμένο Model T αυτοκίνητο του 1908.
Ο νυχτοφύλακας κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Μόλις ήρθε η αστυνομία άρχισε να εξερευνεί τον χ ώρο του εγκλήματος και ύστερα από λίγο βρήκε μέσα στο αυτοκίνητο ένα πορτοφόλι με την ταυτότητα του Μιχάλη Παπαπαρασκευά. Μετά από λίγη ώρα πήγαν στο μουσείο όλοι οι ύποπτοι: ο Δημήτρης ο ταμίας, η Μάρθα η καθαρίστρια, ο Θανάσης ο γραμματέας και η Ανδρομέδα η καθαρίστρια. Εκτός από αυτούς που δούλευαν στο μουσείο μα όχι εκείνη την ημέρα πήγαν στο μουσείο και άλλοι πέντε άνθρωποι που είχαν το αμάξι Model T. Ο Φώτης, ο Τάσος, η Μαρία, η Νατάσα και η Αντωνία. Ο αστυνομικός πρώτα ανέκρινε τους υπαλλήλους ο Δημήτρης και η Μάρθα  είχανε πάει εκδρομή  στη Γαλλία και έδειξαν τις φωτογραφίες τους στον Μάνθο τον αστυνομικό. Ο Μηχάλης με την Ανδρομέδα είχαν πάει στην Ζάκινθο να βοηθήσουν τις χελώνες καρέτα-καρέτα. Ο Φώτης, ο Τάσος, η Μαρία και η Νατάσα ισχυρίστηκαν ότι ήταν στο συνέδριο εγκληματολογίας του Σερλοκ Χολμς και το απέδειξαν δείχνοντας στον Μανθο τον αστυνομικό τα αμάξια τους και τις αποδείξεις τους.
 Τέλος ο Μάνθος ότι ίσος είναι ο Θανάσης ή η Αντωνία, όμως γιατί να μπει στον κόπο να κλέψει ένα άγαλμα τόσο βαρύ, να βάλει στην θέση του ένα αμάξι και να ρίξει την ταυτότητα, ενώ είναι πλούσια;
 Οπότε όλα τα παραπάνω θα τα έκανε ο Θανάσης που χρειαζόταν τα λεφτά για να ξεχρεώσει τους λογαριασμούς του.         
 –Θανάση μπορώ να σου μιλήσω λίγο; Είπε ο Μάνθος και κατεύθυνε τον Θανάση σε έναν εσωτερικό χώρο να του μιλήσει   
-Θανάση εσύ το έκλεψες;   
-όχι κύριε. 
 – Εσύ το έκλεψες για να ξεχρεώσεις τους λογαριασμούς σου και έβαλες το αμάξι σου  για να μην χτυπήσει ο συναγερμός, επίσης σήμερα για να έρθεις εδώ πήρες το τρένο και όχι το αυτοκίνητό σου.    Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα είπε ο Θανάσης                                                  -Ωραία η ιστορία σας  μα όχι αληθινή. Δεν ήρθα με το αμάξι επειδή μου το  έκλεψαν πριν δύο μήνες και τα χρέη μου τα πλήρωσα γιατί πριν μία εβδομάδα κέρδισα το τζόκερ.
 Ορίστε και ο τυχερός λαχνός                                                                                                                      -Εντάξει Θανάση πήγαινε στους άλλους μέσα. Μετά από λίγο  οι άλλοι δύο αστυνομικοί είπαν μέσα από το γουόκι τόκι                                                                                                                -Μάνθο ψάξαμε όλους τους χώρους , δεν υπήρχε ούτε πόρτα ούτε παράθυρο παραβιασμένο και οι κάμερες ήταν κλειστές από τις έντεκα μετά μεσημβρίας, οπότε δεν κατέγραψαν τίποτα.                                                                                                                                    
–Οι κάμερες κατέγραψαν κατέγραψαν ποιος τις  έκλεισε;                                                                                                 
-Ναι Μάνθο τις έκλεισε η Έρικα Σακελαρίδη
-Ποιοι άλλοι δουλεύουν στο μουσείο;                                                                                                      
 -Ο Χάρης ο νυχτοφύλακας που μας ειδοποίησε, ο Ιορδάνης ο νυχτοφύλακας, ο Θυσέας  γραμματέας και η Φρίντα η καθαρίστρια                                                                                             -Φέρτε τους όλους εδώ.   Μόλις πήγαν στο μουσείο άρχισαν να τους ανακρίνουν. Ο Θησέας,  ο Ιορδάνης και η Φρίντα όταν σχόλασαν πήγαν στην φίλη τους την Αλεξάνδρα Τριανταφύλου να παίξουν πόκα και έδωσαν στον Μάνθο το τηλέφωνο της Αλεξάνδρας για να το επιβεβαιώσει. Ο Μάνθος κατάλαβε πως το άγαλμα το έκλεψε ο Χάρης σε συνεργασία με την Έρικα γιατί ήθελαν να κλείσει το μουσείο          -Χάρη και Έρικα εσείς κλέψατε το άγαλμα για να το πουλήσετε έτσι ώστε να βγάλετε λεφτά και να κλείσει το μουσείο.                                                                                                                                     -Όχι κύριε                                                                                                                                                -Αρχικά η Έρικα έκλεισε τις κάμερες μετά φορτώσατε το άγαλμα στο φορτηγάκι της Έρικας, ύστερα βάλατε το αμάξι που κλέψατε στη θέση του αγάλματος για να μην χτυπήσει ο συναγερμός ,έπειτα ρίξατε την πλαστή ταυτότητα και τέλος πήρε ο Χάρης το 100 για να μην πέσουν οι υποψίες πάνω σας. 
   –και θα είχαμε καταφέρει να πουλήσουμε το άγαλμα και να γλυτώσουμε αν δεν ήσουν τόσο καλός στην δουλειά σου! 
Έπειτα ο Χάρης και η Έρικα συνελήφθησαν, το άγαλμα γύρισε στο μουσείο και πολλοί άνθρωποι συνέχισαν να το επισκέπτονται. 



Περιπέτεια στο Μουσείο
Εμμμανουηλίδου Κάρμεν


Γεια σας, είμαι η Ευρώπη. Είμαι ένα δεκάχρονο κορίτσι και πρόκειται να σας διηγηθώ την περιπέτειά μου σε ένα αρχαιολογικό μουσείο, που πήγα με την οικογένεια μου.
 Στη πρώτη αίθουσα υπήρχαν αγάλματα του 5ΟΥ αιώνα π.Χ.. Κάπως έτσι ήταν και όλες οι άλλες βαρετές αίθουσες . Όμως, στην όγδοη αίθουσα βρήκα μια πόρτα! Δεν άνοιγε με τίποτα! Κοίταξα μέσα στην κλειδαρότρυπα και είδα… Ξαφνικά ακούστηκε ένα τιτίβισμα! Ήταν ένα πουλάκι με ένα κλειδί στην ούρα του, το πήρα και άνοιξα την πόρτα και αμέσως βρέθηκα σε μια πολιτεία με πορσελάνινες κούκλες.!!!! Μία από αυτές με πλησίασε…. και….. αμέσως γίναμε φίλες. Το όνομα της ήταν Ρόζι.
Ξαφνικά οι κούκλες δέχτηκαν επίθεση από κάτι τεράστια σφυριά. Η Ρόζι με οδήγησε σε ασφαλές μέρος και μείναμε εκεί ώσπου να τελειώσει η μάχη. Όταν τελείωσε τη ρώτησα τι ήταν αυτά. Μου είπε πως είναι κακά σφυριά που θέλουν να διαλύσουν όλες τις κούκλες και να κατακτήσουν τη πολιτεία. Αυτό, επειδή η πολιτεία αυτή είναι η βάση της γης κι εάν  καταστραφεί αυτή καταστρέφεται και η γη.
- Ρόζι θέλω πολύ να βοηθήσω μα….. είμαι στο μουσείο και οι γονείς μου θα ανησυχήσουν και …… είπα στη Ρόζι.
- Αν θέλεις πραγματικά να βοηθήσεις εγώ μπορώ να σταματήσω το χρόνο για να μην καταλάβουν οι γονείς σου την απουσία σου. Πήγαινε στο σπίτι μου να με περιμένεις. Είναι στη οδό Μαρέγκα – Λεμόνι στο νούμερο 12, είπε με ενθουσιασμό.
Πριν καλά καλά το καταλάβω βρισκόμουν στο σπίτι της Ρόζι. Σκέφτηκα πως ήταν όλα τόσο …. απλά! Απλό να σώσω εγώ τον κόσμο! Γιατί άραγε; Σε δέκα λεπτά ήρθε και η Ρόζι.
- Λοιπόν πως θα σώσουμε τον κόσμο; τη ρώτησα.
- Είναι πολύ απλό! Τα σφυριά είναι η προσωποποίηση της βαρεμάρας! Βαριούνται απίστευτα πολύ τις γνώσεις για τα μουσεία! Οπότε αν σου μάθω τα πάντα θα τα εξοντώσεις. Έχουμε χρόνο μέχρι αύριο το ηλιοβασίλεμα, μου εξήγησε.
Από εκείνη τη στιγμή δε σταματήσαμε ως το πρωί. Ήμουν έτοιμη! Όταν φτάσαμε στη Σφυροκόντρα  (χώρα των σφυριών) πήγα κοντά στα σφυριά και άρχισα να ουρλιάζω :
- Ξέρατε πως τα αγγεία τα χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για αποθήκευση λαδιού, κρασιού και άλλων τροφών; Επίσης …… συνέχισα να ουρλιάζω ότι γνώριζα για το μουσείο ώσπου και το τελευταίο σφυρί εξαφανίστηκε!
- Ουφφφ.. τα καταφέραμε είπε η Ρόζι. Μάλλον τώρα πρέπει να πούμε αντίο. Ο χρόνος σε λίγο θα ξανακυλήσει.
- Χμμμ… Ρόζι,  γιατί δεν έρχεσαι στο δικό μου κόσμο; Θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί της πρότεινα.
- Αλήθεια; Τέλεια! Ευχαριστώ,  απάντησε.
Κάπως έτσι λοιπόν κατάφερα να ανακαλύψω το φανταστικό, υπέροχο κόσμο του μουσείου με ένα λίγο….. πιο διασκεδαστικό τρόπο!
Επιστρέψαμε στο σπίτι με τη καινούργια μου κούκλα τη Ρόζι. Ευτυχώς οι γονείς μου δε κατάλαβαν ποτέ που τη βρήκα!

Αν και στο τέλος της επίσκεψης μας οι γονείς μου με ρώτησαν αν μου άρεσε το δώρο μου…Γιατί άραγε; 
 ΠεΡιπέΤΕια σΤο ΜουΣείΟ
Το όνειρο της  Καρυάτιδας
Θεοδωρίδη Νικολέτα


     Το Βρετανικό Μουσείο βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Αγγλίας , το Λονδίνο.Ιδρύθηκε το 1753,  είναι το παλιότερο του κόσμου.Η μορφή του μοιάζει με τον  Παρθενώνα! Εκεί υπάρχουν εκθέματα από πάρα πολλές  χώρες του κόσμου.
     Κάθε βράδυ λοιπόν, όταν οι πόρτες του Μουσείου αυτού κλείνουν , κάτι περίεργο συμβαίνει.Όλα τα εκθέματα ζωντανεύουν, κάνουν βόλτες στους διαδρόμους και συζητούν μεταξύ τους.Ένα βράδυ πριν από λίγο καιρο, κάποια αντικείμενα καθώς τριγυρνούσαν  και είχαν στήσει κουβεντούλα  άκουσαν κάποον να κλαίει…Ψάχνοντας   να βρουν από  πού  έρχοταν το κλάμα , έφτασαν στην αίθουσα  των μαρμάρων. Εκεί  που βρίσκονται  τα εκθέματα  από την αρχαία Ελλάδα  και τα κλεμμένα γλυπτά  του Παρθενώνα. Πλησίασαν και είδαν την Καρυάτιδα να κλαίει.
-          Γιατί κλαις;  Την ρώτησαν.
Εκείνη  τους απάντησε πως ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα, να ξαναδεί τις αδελφές της.Δεν πρόλαβαν να συνεχίσουν τη συζήτηση γιατί ξημέρωνε , έπρεπε να γυρίσουν στις θέσεις τους γιατί θα άνοιγαν  οι πόρτες του μουσείου.
    Πολύς  κόσμος επισκέφτηκε  εείνη τη μέρα την Καρυάτιδα.Κάποια στιγμή  ένα μικρό παιδί  ρώτησε τη μαμά του.
-Μαμά, αυτή η Καρυάτιδα είναι ίδια  με αυτή που είδαμε στο Μουσείο της Ακρόπολης  στην Ελλάδα, περυσι που είχαμε διακοπές;
- Παιδί μου, του απάντησε,  έξι Καρυάτιδες  ήταν μαζί στο Ερέχθειο  μαζί με τα  Γλυπτά  του Παρθενώνα που βλέπεις εδώ. Οι ΄Ελληνες  κάνουν προσπάθειες   για να τα γυρίσουν πίσω στον τόπο τους. Στο Μουσείο της Ακρόπολης έχουν κρατήσει  κενή τη θέση δίπλα στη μία Καρυάτιδα για να τοποθετήσουν εκεί  την αδερφή τους όταν επιστρέψει.
     Η Καρυάτιδα το άκουσε…
Το  βράδυ  την άκουσαν να κλαίει πάλι.Πήγαν  όλα  να συνεχίσουν τη συζήτησή τους . Εκείνη τους είπε  όσα είχε ακούσει  και πως ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα της.
-Μα,  της είπαν,  εδώ είσαι  σε μια τόσο  ωραία  αίθουσα και σε θαυμάζουν  τόσοι πολλοί άνθρωποι ! !! Γιατί θέλεις να φύγεις;
- Γιατί εκεί είναι οι ρίζες μου , η πατρίδα μου, τους απάντησε.
Έτσι  άρχισε να τους διηγείται πόσο ωραία ήταν η ζωή στην Ελλάδα ,πριν την κλέψει  ο Έλγιν. Πόσο ωραία ήταν  μαζί   με τις αδελφές της… για τον πολιτισμό  της  Αθήνας ….για τα όμορφα και καλοχτισμένα κτήρια με τους υπέροχους κίονες…..
Μετά μίλησε για τους ανθρώπους , που ήταν τόσο ευγενικοί και καλοσυνάτοι… Αλλά και μετά  από πολέμους και καταστροφές  δεν έπαψε να αγαπάει τη χώρα της και να θέλει να γυρίσει σ’αυτήν.
     Τα υπόλοιπα εκθέματα κατάλαβαν πόσο ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα.
-Αυτό είναι το πραγματικό σου όνειρο, η πραγματική σου επιθυμία ,την ρώτησαν.
-ΝΑΙ, τους απάντησε.
-Τότε, πίστεψέ το,  κάνε αυτό το όνειρο πραγματικότητα , γιατί αν θέλουμε κάτι πάρα πολύ στο τέλος  γίνεται.
Μόλις το άκουσε αυτό χάρηκε πάρα πολύ ,όπως και τα Γλυπτά του Παρθενώνα που ήθελαν κι αυτά να γυρίσουν.

     Από εκείνο το βράδυ, λοιπόν, η Καρυάτιδα έπαψε πλέον απλώς να ελπίζει , ήταν πια σίγουρη πως μια μέρα ,πολύ σύντομα θα επέστρεφε στη χώρα που ανήκει, στη χώρα που δημιουργήθηκε ,δίπλα στις αδελφές της που υπομονετικά  τόσα χρόνια την περιμένουν . _


Το ταξίδι της παλιάς σχολικής σάκας
Θεοδωρίδης Iάσονας – Ραφαήλ 

Η παλιά σχολική τσάντα ήταν πολύ λυπημένη , γιατί τώρα πια δεν ήταν γεμάτη με βιβλία και τετράδια ...Ήταν μόνο ένα έκθεμα στο Μουσείο Σχολικής Ζωής.
  Θυμόταν με νοσταλγία τον μαθητή που την κρατούσε με καμάρι την Πρώτη μέρα στο σχολείο! Θυμόταν τη συντροφιά των βιβλίων ,αλλά τις φορές που ο μαθητής την άφηνε μετά το σχόλασμα κάτω από τον πλάτανο για να παίξει μπάλα στην αλάνα...Πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά ηπαλιά σχολική τσάντα!και τι δε θα δινε να βρισκόταν πάλι ανάμεσά τους! Να ξαναγύριζε στο σχολείο !
   Το παράπονό της άκουσε μια μέρα ένα σύννεφο που στεκόταν έξω από το παράθυρο του Μουσείου.
-           Έλα, μαζί μου, της είπε . – Θα σε πάω κοντά στους μαθητές!
Η παλιά σάκα δεν έχασε την ευκαιρία. Αποχαιρέτησε την πένα και τον κονδυλοφόρο και ανέβηκε στο σύννεφο.
  Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, γιατί είδε πως οι μαθητές στις πολιτείες ήταν συνεχώς σκυμμένοι πάνω στις οθόνες των κινητών και των τάμπλετ. Όλοι τους είχαν φανταχτερές σχολικές τσάντες και πολύχρωμα τετράδια.
  Τότε το σύννεφο ταξίδεψε την παλιά τσάντα σε μια διαφορετική χώρα. Σ΄αυτόν τον τόπο τα παιδιά ήταν αδύνατα, ξυπόλητα , ταλαιπωρημένα... Δεν είχαν φαγητό και το νερό ήταν βρόμικο...Η σάκα ζήτησε από το σύννεφο να κατέβει πιο χαμηλά και τότε είδε πως αυτά τα παιδιά δεν είχαν τσάντες, ούτε βιβλία και τετράδια. Τα σχολεία τους δεν είχαν θρανία κι έμοιαζαν με παράγκες.

  Η παλιά τσάντα αποφάσισε να μείνει κοντά σ΄αυτά τα παιδιά , γιατί όταν την είδαν την αγκάλιασαν με λαχτάρα. Η χαρά της σάκας ήταν μεγάλη , γιατί θα ήταν χρήσιμη ξανά!!!

Περιπέτεια στο Μουσείο
Χριστίνα Καφούρου

Σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας τρεις έφηβοι θα ανακαλύψουν πολύτιμα αντικείμενα και διαδρόμους που κάνεις δεν έχει ξαναδεί. Ένα τούνελ και ένας πολύτιμος θησαυρός θα αλλάξουν εντελώς τις ζωές και τις απόψεις τριών εφήβων που επισκέφτηκαν το μουσείο φυσικής ιστορίας για διαφορετικούς  λόγους ο καθένας… αλλά αυτή η περιπέτεια θα τους φέρει κοντά, χάρις αυτή τη περιπέτεια θα δημιουργηθεί μια φιλία τόσο δυνατή που τίποτα δεν θα μπορεί να την σπάσει.
Ο Φίλιππος, η Χάρριετ και ο Παύλος, τρεις μαθητές τις Γ’ λυκείου επισκέφτηκαν το μουσείο φυσικής ιστορίας μαζί με τις υπόλοιπες τάξεις και κάποιους καθηγητές από το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου τους για μια εκπαιδευτική επίσκεψη.  Όταν έφτασαν στο Μουσείο ενημερώθηκαν όλοι οι μαθητές για την ώρα αναχώρησης, τις απαραίτητες πληροφορίες και το σημείο συνάντησης για την αναχώρηση τους.
Τα τρία παιδιά συναντήθηκαν τυχαία σε ένα διάδρομο στο Μουσείο και θαύμαζαν τον σκελετό ενός δεινοσαύρου. Άρχισαν λοιπόν να συζητούν για τον σκελετό του δεινόσαυρου ώσπου κατά λάθος ο Φίλιππος ακούμπησε ένα τούβλο του τοίχου και ενώ ήταν ακουμπισμένοι με την πλάτη στον τοίχο ξαφνικά ο τοίχος γύρισε από την άλλη πλευρά και βρέθηκαν σε ένα σκοτεινό διάδρομο, άναψαν έτσι τους φακούς των κινητών για να μπορούν να βλέπουν και προσπάθησαν να καλέσουν βοήθεια αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε πουθενά σήμα ώστε να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με κάποιον για να τους βοηθήσει.
Ύστερα από λίγα λεπτά ενώ καθόντουσαν στο πάτωμα και προσπαθούσαν να βρουν μια λύση να επιστρέψουν στην υπόλοιπη τάξη τους, η Χάρριετ τους πρότεινε να ακολουθήσουν τον διάδρομο και να ψάξουν στην άλλη μεριά του τούνελ για μια έξοδο, τα δύο αγόρια συμφώνησαν και ξεκίνησαν να ακολουθούν τον διάδρομο. Καθώς  ακολουθούσαν το μονοπάτι ο Παύλος είδε μια πόρτα στο τέλος του διαδρόμου και τα παιδιά συμφώνησαν να πάνε να ρίξουν  μια ματιά. Βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο, κοίταξαν τριγύρω και παρατήρησαν ένα παλιό γραφείο και κάτι παράξενα παλιά σκονισμένα αντικείμενα, άνοιξαν τα συρτάρια και βρήκαν μέσα κάτι παλιά σημειώματα και ένα κλειδί, ξεκίνησαν λοιπόν να τα διαβάζουν.
Ενώ τα παιδιά διάβαζαν τα παλιά σημειώματα τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου τους ήταν ήδη στο σημείο συνάντησης μαζί με τους καθηγητές και έπαιρναν παρουσίες, όταν φώναξαν τα ονόματα των τριών παιδιών και δεν απάντησε κανείς άρχισαν να ρωτάνε τους υπόλοιπους μαθητές αν τους είχαν δει, οι μαθητές απάντησαν αρνητικά. Οι καθηγητές προσπάθησαν να τηλεφωνήσουν στους τρεις μαθητές οι οποίοι ήταν αγνοούμενοι, δυστυχώς δεν τα κατάφεραν και ειδοποίησαν τους γονείς και τους διασώστες.
Τα τρία παιδιά διαβάζοντας τα σημειώματα συνειδητοποίησαν πως το κλειδί που βρήκαν μέσα στους φακέλους με τα σημειώματα άνοιγε ένα κρυφό χρηματοκιβώτιο πίσω από έναν παλιό πίνακα, ξεκρέμασαν τον πίνακα, ξεκλείδωσαν το χρηματοκιβώτιο και είδαν μέσα κάτι υπέροχα πετράδια που σύμφωνα με τα σημειώματα ήταν πολύ σπάνια στο είδος τους και δεν έχουν βρεθεί αλλά για αιώνες. Ενώ θαύμαζαν τα πετράδια άκουσαν κάτι φωνές και ξαφνικά εμφανίστηκαν οι διασώστες και κατάφεραν να επιστρέψουν στο σχολείο τους. Έδειξαν στους υπεύθυνους του μουσείου τι ανακάλυψαν και κέρδισαν οι τρεις τους ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό, αλλά πάνω από όλα κέρδισαν μια νέα φιλία που θα κρατήσει για πάντα.

Μια παράξενη περιπέτεια στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Καλαμπάκας
Αναστασία Κυρκούδη


Πριν από χρόνια, επισκεφτήκαμε με την οικογένειά μου το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Καλαμπάκας.
Ξεκινήσαμε λοιπόν πολύ πρωί από την πόλη μας, για να φτάσουμε μέρα στο νομό Τρικάλων. Μας κύκλωνε μια θέα μαγευτική. Επιβλητικά βουνά με περίεργα σχήματα, απλώνονταν μπροστά μας. Με την βοήθεια του GPS φτάσαμε στο Μουσείο, ένα μεγάλο, γκρι, μοντέρνο κτίριο. Στην είσοδο διαβάσαμε: «ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΥΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕΤΕΩΡΩΝ» και στα αγγλικά: «NATURAL HISTORY MUSEUM OF METEORA”. Ώστε είχε επισκέπτες από όλο τον κόσμο;
Μόλις περάσαμε την τετράγωνη, γυάλινη πόρτα, μια ευγενική υπάλληλος στην υποδοχή μας καλωσόρισε. Πληρώσαμε τα εισιτήρια και η κυρία μας ευχήθηκε «καλή διασκέδαση».
Η έκθεση των ζώων ήταν εντυπωσιακή. Διάφορα είδη λύκων, φιδιών, πουλιών, ήταν τοποθετημένα σε γυάλινες μεγάλες βιτρίνες και ήταν πανέμορφα! Στάθηκα μπροστά σε μια άσπρη κουκουβάγια. Η επιγραφή μπροστά της έγραφε: «Τητώ η λευκή» και πράγματι ήταν ολόλευκη και εντυπωσιακή! Μια λευκή αρκούδα με μαγνήτισε. Δεν ήθελα να την χάσω από τα μάτια μου. Όμως όλα τα ζώα, τα μανιτάρια, τα φυτά γενικά …ήταν τόσο όμορφα!!! Δεν ήθελα να φύγω, αν και η ώρα είχε περάσει…
Ξαφνικά έγινε ένας μεγάλος σεισμός! Ήταν πολύ δυνατός! Πρέπει να κράτησε πέντε ολόκληρα λεπτά… και μετά… οι δυο όροφοι που Μουσείου, ο πάνω και κάτω… ενώθηκαν. Το Μουσείο μέσα σε ελάχιστα λεπτά μετατράπηκε με μεγάλο δάσος. Οι βιτρίνες άνοιξαν και τα ζώα, πήραν πίσω την ζωή τους και ξεχύθηκαν στον φυσικό τους χώρο: το δάσος!!!
Τώρα πια κι εγώ δεν ήμουν στο Μουσείο, αλλά περιπλανιόμουν σε αυτό το μυστηριώδες δάσος, ψάχνοντας την οικογένειά μου και την έξοδο για να φύγω. Ο λύκος που λίγο πριν έβλεπα πίσω από την βιτρίνα, ήταν ζωντανός απέναντί μου! Σάλια έτρεχαν από το στόμα του και ήταν φανερό ότι σε λίγο θα με άρπαξε! Φώναξα «Βοήθεια» με όση δύναμη είχα, αλλά απάντηση καμιά!
Σαν θαύμα ξαφνικό, ο μπαμπάς εμφανίστηκε μπροστά μου και με άρπαξε αγκαλιά. Ψάξαμε την μαμά και τα αδέλφια μου. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά αυτός που μας έσωσε ήταν ο μικρός μου αδελφός! Είχε πιάσει φιλίες με έναν μικρό σκίουρο, που τον είχε φιλέψει φιστίκια που είχε στην τσέπη του και δεν έφευγε από την αγκαλιά του. Ο μικρός αυτός σκίουρος, που ήξερε καλά το δάσος, έγινε ο οδηγός μας, ενώ μας εξέπληξε, καθώς μιλούσε ελληνικά και αγγλικά και διάφορες άλλες γλώσσες, μέχρι και γιαπωνέζικα! Ξεκινήσαμε να βρούμε την μαμά μου με τον άλλο μου μεγάλο αδελφό μου, καθώς μας είπε ότι είδε να τους κυνηγάει η άσπρη αρκούδα… Ήμουν τόσο τρομαγμένη, σκεφτόμουν ότι πάει πια θα είχαν πεθάνει. Τεράστια μανιτάρια μας κύκλωναν τώρα και ένας ποντικός εμφανίστηκε δείχνοντας ένα τηλέφωνο. Αρχίσαμε να τηλεφωνούμε στο νούμερο που ήταν γραμμένο… σιωπή,
κανείς δεν απαντούσε. Βρεθήκαμε να τρέχουμε πίσω από τον ποντικό, σε μονοπάτια δύσβατα μέσα από καταπράσινα λιβάδια, ώσπου φτάσαμε από ένα ξέφωτο στον ποταμό Αχέρωντα και βλέπαμε τα ορμητικά, γαλάζια του νερά να πέφτουν στη γη. Εκεί πια έσκυψα να πιω το αθάνατο νερό, αλλά έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα μέσα στο ποτάμι, παγωμένη.

Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, η ξεναγός, η μαμά, ο μπαμπάς, όλοι ήταν από πάνω μου. Είχα λιποθυμήσει από την κούραση και τον ήλιο!

Περιπέτεια στο Μουσείο
Λυμπινάκη Ηλέκτρα

Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη, θα πηγαίναμε επιτέλους εκδρομή. Εκείνη τη μέρα, 17 Φεβρουαρίου θα πηγαίναμε στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και  Εκπαίδευσης. Που να ήξερα όμως ότι ο αρχικός ενθουσιασμός γρήγορα θα μετατρεπόταν σε φόβο και αγωνία.
            Όλα ξεκίνησαν στη ξενάγηση μας και συγκεκριμένα στο δωμάτιο με το λευκό θρανίο και τα πολλά βιβλία. Η ξεναγός μας άφησε να περιπλανηθούμε. Εμένα μου έκανε εντύπωση η γραφομηχανή κάτω από το λευκό θρανίο. Έσκυψα για να τη δω καλύτερα. Η ξεναγός με πρόσεξε και ήρθε κοντά μου σκύβοντας δίπλα μου.
-Θέλεις να δεις πως δουλεύει; με ρώτησε χαμογελώντας.
Της έγνεψα καταφατικά. Εκείνη ανασηκώθηκε πήρε μία κόλλα χαρτί και ξαναέσκυψε. Έβαλε το χαρτί στη γραφομηχανή, την έσπρωξε πιο κοντά μου και εγώ στρογγυλοκάθισα. Ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου.
-Τι είναι αυτό; με ρώτησε η φίλη μου.
-Είναι σαν να λέμε ο υπολογιστής του 1800, απάντησε η ξεναγός και ανασηκώθηκε να πάει να δει τι κάνουν οι συμμαθητές μου.
            Εγώ έμεινα εκεί κοιτάζοντας τη γραφομηχανή. Η φίλη μου έφυγε. Εκείνα τα κουμπιά της πόσο ήθελα να τα πατήσω! Πέρασα το χέρι μου από πάνω τους χαϊδεύοντάς τα κι ύστερα άρχισα να πατάω κάποια τυχαία. Ένα από εδώ κι ένα από εκεί. Ξάφνου ένιωσα να αιωρούμαι, ένα μπλε φως ξεχύθηκε στην αίθουσα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ξαναπροσγειώθηκα. Αγχώθηκα, τρόμαξα.
            Κοίταξα γύρω μου, ήταν σούρουπο. Ήμουν σε ένα μονοπάτι. Από μπροστά γκρεμός με ψηλά δέντρα και από πίσω βράχος. Άκουσα πυροβολισμούς. Ένιωθα την καρδιά μου να κτυπάει τόσο δυνατά που θα έσπαγε. Βήματα να τρέχουν. Έκανα να φύγω αλλά είδα ένα παιδί μπροστά μου. Γούρλωσε τα μάτια του λες και ήμουν εχθρός του. Από τα ρούχα του μπορούσα να καταλάβω ότι ήμουν σε μία άλλη εποχή.
-Από που είσαι; με ρώτησε.
-Είμαι και εγώ Ελληνίδα, του είπα γιατί δεν ήξερα τι άλλο να απαντήσω.
-Έλα, μου απάντησε φανερά ανακουφισμένο. Τότε κατάλαβα τι γινόταν.
Άρχισε να τρέχει και το ακολούθησα. Έτρεχε πολύ γρήγορα δυσκολευόμουν να κρατιέμαι πίσω του. Δεν ήθελα να χαθώ ενώ ήμουν στην πολιορκημένη Ελλάδα. Προχωρούσαμε βιαστικά περνώντας συνέχεια από κάποια μυστικά σκοτεινά περάσματα. Δεν είχα ξανά νοιώσει έτσι. Βρεθήκαμε σε μία σπηλιά. Υπήρχαν χάρτες, βιβλία, παιδιά καθισμένα στο πάτωμα που διάβαζαν στο φώς των κεριών και ένας ιερέας. Ήμουν στο κρυφό σχολειό!
Ακούστηκε βοή πυροβολισμών, ποδοβολητά και ομιλίες ανθρώπων. Ο ιερέας σήκωσε αθόρυβα τα παιδιά και τα πήγε πιο βαθιά στη σπηλιά για να κρυφτούν. Σβήσανε όλα τα κεριά και κράτησαν μόνο ένα. Τους ακολουθήσαμε. Γύρισα και κοίταξα το αγόρι. Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Το δικό μου ανήσυχο και τρομοκρατημένο, το δικό του ψύχραιμο. Πλησίαζαν και οι ομιλίες πλέον ξεκαθάρισαν και ήταν του εχθρού. Ένιωθα πως δεν μπορούσα να βγάλω κανένα ήχο. Ήθελα να τρέξω γρήγορα αλλά δεν μπορούσα. Έσφιξα  τα μάτια μου για να μην βλέπω.
            Ένα μπλε φως απλώθηκε  πάλι. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου ενώ ανασηκωνόμουν. Είδα από πάνω μου τη ξεναγό, τον κύριο μου και τις φίλες μου. Φάνηκαν να ανακουφίζονται όλοι. Ήμουν πίσω στο Μουσείο, πίσω στο σήμερα. Όμως τι απέγιναν αυτά τα παιδιά;

Ένα μυστήριο από μάρμαρο
Μαντά Κωνσταντίνα

Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Κρύβει μέσα του ικανότητες και δυνάμεις που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Η δικιά μου μυστική δύναμη ξεκλειδώνει τον κόσμο των αγαλμάτων. Ώρες ολόκληρες έχω καθίσει πλάι στα αγάλματα ακούγοντάς τα να μου ψιθυρίζουν για τη ζωή τους στο πέρασμα των αιώνων.                                                                                                                    


       Ομολογώ πως τα αγάλματα δεν τα είχα συναντήσει για αρκετό καιρό, έτσι αποφάσισα να κάνω μια επίσκεψη στο μουσείο της ψυχής μου. Δεν είναι άλλο από το «ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ». Την επόμενη μέρα, αργά το απόγευμα, λίγο πριν κλείσει το μουσείο, είχα κιόλας φτάσει. Ξαφνικά ένας μακρόσυρτος ήχος σπάει την ησυχία του απογεύματος. Είναι ο συναγερμός. Σαν άγρια θηρία ορμούν μέσα στην αίθουσα οι υπάλληλοι και η διευθύντρια του μουσείου. Έτρεξα αμέσως κοντά τους για να μάθω τι είχε συμβεί. Όλοι όσοι βρίσκονταν στον χώρο με αγνόησαν επιδεικτικά. Μπορούσα να καταλάβω από την έκφρασή τους τι σκέφτονταν. «Τι δουλειά έχει ένα παιδί εδώ;» Έπειτα από πολλές προσπάθειες μια αρχαιολόγος που με λυπήθηκε μου απάντησε. Έκθεμα του μουσείου είχε εξαφανιστεί. Ένας άνδρας με μακριά μαλλιά μπούκλες που κουβαλάει ένα μοσχαράκι και ονομάζεται «ΜΟΣΧΟΦΟΡΟΣ». Μα αυτά ήταν τα μόνα στοιχεία που γνώριζε η ίδια έως τώρα.

            
       Θέλοντας να διαλευκάνω το μυστήριο, αποφάσισα να απευθυνθώ στην πιο ενωμένη ομάδα του πλανήτη, στους καλύτερους μου φίλους, τα αγάλματα. Έτσι κρύφτηκα πίσω από ένα παράξενο λιοντάρι, ή μήπως ήταν λέαινα; Δεν ξέρω, γιατί περιέργως είχε χαίτη και μαστούς. Τέλος πάντων. Κρύφτηκα εκεί, περίμενα μέχρι να τελειώσουν οι έρευνες για σήμερα και να κλείσει το μουσείο. Με το που ερήμωσε ο χώρος, πετάχτηκα σαν ελατήριο από τη θέση μου και άρχισα να ανακρίνω τα αγάλματα.




      Πρώτος μάρτυρας ήταν η «ΣΦΙΓΓΑ». Τότε, άρχισε να μου λέει κάτι ακαταλαβίστικα για την έρημο και τις πυραμίδες, μα επιτέλους μπήκε στο θέμα. Το προηγούμενο πρωινό είχε παρατηρήσει πως ένας κινέζος τουρίστας έκανε συνέχεια βόλτες γύρω από το εξαφανισμένο άγαλμα.


Στη συνέχεια πήγα να μιλήσω στις «ΚΑΡΥΑΤΙΔΕΣ», μα βλέποντάς τες απασχολημένες με το να θαυμάζουν η μία την ομορφιά της άλλης σκέφτηκα <<άσε καλύτερα>>.



                                                                                                                                    
Έπειτα απευθύνθηκα στον «ΝΕΑΡΟ ΙΠΠΕΑ», ο οποίος μου αποκάλυψε βιαστικά, ότι το χθεσινό βράδυ ο έφορος της αίθουσας φαινόταν πιο αγχωμένος απ΄ ότι ήταν συνήθως.


Τέλος απευθύνθηκα στην «ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΗ ΑΘΗΝΑ». Κάτι θα γνώριζε παραπάνω. Με απλά και κατανοητά λόγια μου εξήγησε πως χθες αργά το βράδυ είδε δύο άνδρες να μεταφέρουν πολύ προσεκτικά το άγαλμα στην απέναντι αίθουσα.
      Χωρίς δεύτερη σκέψη, τρύπωσα αμέσως στην αίθουσα που μου είχε υποδείξει η σοφή Αθηνά. Δεν έβλεπα τίποτα. Την ίδια στιγμή, ένας άνδρας ανάβει το φως και μπαίνει στο δωμάτιο. Παίρνω θάρρος και τον ρωτώ: «Γιατί το άγαλμα βρίσκεται εδώ;» Εκείνος μου απαντά, πως εδώ είναι το εργαστήριο συντήρησης. Τότε είναι που τα χάνω. «Γιατί κανείς δεν γνωρίζει πως ο «ΜΟΣΧΟΦΟΡΟΣ» βρίσκεται εδώ;»  Ο άνδρας απόρησε. «Μάλλον έγινε κάποια παρεξήγηση».  Αμέσως όλα φωτίζονται στο μυαλό μου! Κι εγώ που νόμιζα πως το άγαλμα είχε κλαπεί!

ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ  ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΜΠΙΣΤΕΦΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ. ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ.
 
 


Μια περιπέτεια στο Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων
Δημήτρης Οδυσσέας Πιπέρης


   Άρχιζε να βραδιάζει, όταν τρεις φίλοι επιστρέφανε από την βόλτα τους με τα ποδήλατά τους. Τότε το κορίτσι της παρέας , η Γιάννα είπε : «Μπορούμε να σταματήσουμε; Θέλω να πάω στην τουαλέτα» και έδειξε το μουσείο κέρινων ομοιωμάτων. Τα αγόρια της έγνεψαν καταφατικά και την ακολούθησαν.
    Ο φύλακας μόλις είδε τα παιδιά ξαφνιάστηκε και  τους ενημέρωσε  : « Λυπάμαι παιδιά , αλλά , το μουσείο κλείνει.». Εκείνη τη στιγμή ο Δημήτρης , ένα από τα δύο αγόρια της παρέας , του εξήγησε  ότι  ήθελαν να πάνε για λίγο στην τουαλέτα του μουσείου. Έτσι εκείνος καταλαβαίνοντας την μεγάλη ανάγκη, τους επέτρεψε να πάνε-  αλλά με την προϋπόθεση να κάνουν γρήγορα.
    Όταν μπήκαν στην τουαλέτα ο Ιάσωνας , το δεύτερο αγόρι  θεώρησε ότι ήταν «καλή στιγμή» να χτενιστεί με την χτένα που πάντα είχε στο σακίδιο του. Όμως δεν πρόλαβε να το κάνει γιατί  άκουσε μια βροντερή φωνή . Οι φίλοι βγήκαν έξω στον χώρο της υποδοχής του μουσείου  και είδαν τον φύλακα φτιαγμένο από κερί! Όλοι τους σάστισαν ! Ξαφνικά άκουσαν βαριά βήματα που συνεχώς τους πλησίαζαν. Τότε εμφανίστηκαν τα κέρινα ομοιώματα της Μαντόνα, του Μαικλ Τζάκσον και του Τσάρλι Τσάπλιν που έτρεχαν προς το μέρος τους.  Ένα τρελό κυνηγητό άρχισε στους χώρους του μουσείου. Διασχίζοντας έναν  διάδρομο , στα αριστερά τους παρατήρησαν ότι υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε τον κάτω όροφο. Οι φίλοι σχεδόν ταυτόχρονα αποφάσισαν  να κατέβουν τη σκάλα , μήπως και τα παράξενα αυτά  ομοιώματα τους έχαναν.
    Στο τέλος της σκάλας ξεκινούσε ένας   διάδρομος που στο βάθος του υπήρχε μια πόρτα. Η παρέα πλησίασε  με αποφασιστικότητα, την άνοιξαν και μπήκαν στο δωμάτιο . Ο χώρος  είχε  απαλό φωτισμό!  Εκεί ένιωθαν ασφαλείς. Αλλά αιφνίδια ένιωσαν χέρια να του αρπάζουν και να τους μεταφέρουν στο βάθος της αίθουσας όπου βρίσκονταν και άλλα  ομοιώματα διάσημων του εξωτερικού. Η Γιάννα τρομοκρατημένη πήγε και έκατσε σε μια γωνιά και άκουσε τον  Ιάσωνα να λέει: «Δεν το ζω αυτό! Είμαι και αχτένιστος !» Ο Δημήτρης που στέκονταν λίγο πιο μπροστά  , είδε να πλησιάζει μια μορφή που ΝΑΙ!....αμέσως συνειδητοποίησε ότι ήταν ο  Αϊνστάιν! Το αγόρι τραυλίζοντας είπε στους υπόλοιπους : «Παιδιά, εεενα  τττέραςςς!!».
    Η Γιάννα λιποθύμησε. Ο Δημήτρης έτρεξε και πήρε την Γιάννα στην πλάτη του κάνοντας νόημα στον Ιάσωνα,  να τον ακολουθήσει. Τα παιδιά κατευθύνθηκαν  στην αίθουσα «ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ». Το κορίτσι συνήλθε και έτσι οι τρομοκρατημένοι φίλοι αποφάσισαν να φύγουν παρόλο που τα ομοιώματα της Μερκούρη και του Κολοκοτρώνη έρχονταν καταπάνω τους. Τρέχοντας και πηδώντας  κατάφεραν να ξεφύγουν. Κρύφτηκαν μέσα στο χώρο  των Αρχαίων Ελλήνων. Ξαφνικά  η μορφή του Σωκράτη ζωντάνεψε και τους είπε :    « Για να φύγετε  πρέπει να λύσετε τον εξής γρίφο .Είναι ένα μαύρο άλογο σε άσπρο λιβάδι. Τρεις το καβαλάνε και δύο το κοιτάνε! Τι είναι;» « Ξέρω! Είναι η πένα» απάντησε ο Δημήτρης φωναχτά. « Σωστά!». Οι κεντρικές πόρτες άνοιξαν και όλα τα ομοιώματα αφού πήγαν στη θέση τους ακινητοποιήθηκαν.
    Οι φίλοι με έναν πήδο βρέθηκαν στην αυλή του μουσείου και οι πόρτες έκλεισαν ερμητικά. Καβάλησαν τα ποδήλατά τους και έφυγαν ανακουφισμένοι.
     
Περιπέτεια στο Μουσείο
Σοφία Ράικου

Με λένε Σοφία και μου αρέσουν δύο πράγματα περισσότερο στον κόσμο. Τα μυστήρια και τα μουσεία. Αν, μάλιστα, τα μυστήρια είναι μέσα στα μουσεία, τότε ακόμη καλύτερα!
Είχα πληροφορηθεί για μια έκθεση με ευρήματα της αρχαίας Θήρας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και φυσικά πήγα αμέσως. Συνολικά ήμασταν είκοσι άτομα και ακολουθούσαμε την αρχαιολόγο. Αρχικά, περάσαμε από έναν διάδρομο με αγάλματα ασύγκριτης ομορφιάς. Στη συνέχεια, βρεθήκαμε στην αίθουσα με τα αγγεία. Πόσο ωραία χρώματα και σχέδια! Κατόπιν, φτάσαμε στην αίθουσα με τα ευρήματα. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα και έμεινα άφωνη ήταν μια προθήκη με κουτάκια, πήλινα, που τα χρησιμοποιούσαν για να αποθηκεύουν τα αρώματά τους οι γυναίκες. Ήταν κάτι που δεν περίμενα να δω. Δεν είχα ξανακούσει για τα αρώματα των αρχαίων.

 Μα, το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι υπήρχε και ένα μικρό κομμάτι, σαν πάπυρος, που πάνω του ήταν γραμμένα τα συστατικά ενός αρχαίου αρώματος! Εάν είχαμε βρει όλη τη συνταγή, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε και εμείς τα ίδια αρώματα με τους αρχαίους, μας είπε η αρχαιολόγος. Πήρα το μεγεθυντικό μου φακό, χωρίς αυτόν δεν πάω πουθενά και κοίταξα προσεκτικά τη συνταγή μήπως διακρίνω τη γραφή. Δεν καταλάβαινα τίποτα.

Μετά πήγαμε στις τοιχογραφίες. Μία απεικόνιζε την Άνοιξη, πολύχρωμα λουλούδια και χελιδόνια. Πρόσεξα κάπου και δύο παγώνια, που ωραιότερα δεν έχω δει σε ζωγραφική. Έκανα άλλον ένα γύρο, και γύρισα πίσω. Με είχε τόσο συναρπάσει η συνταγή, που ήθελα να την ξαναδώ. Πλησίασα και έβγαλα ξανά το μεγεθυντικό μου φακό. Τότε πρόσεξα μία κλωστή, πάρα πολύ λεπτή, με ένα ιδιαίτερο μουσταρδί χρώμα. Μου φάνηκε περίεργο, αλλά δεν έδωσα σημασία. Δεν ήταν δυνατόν να βλέπω παντού μυστήρια, σκέφτηκα! Σχεδόν αμέσως όμως, συνειδητοποίησα ότι προηγουμένως αυτή η κλωστή δεν υπήρχε. Κατάλαβα τότε ότι κάποιος είχε ανοίξει τη θήκη και είχε αλλάξει τη συνταγή.

Έπρεπε να βρω τον κλέφτη και να πάρω πίσω τη σωστή συνταγή. Κοίταξα εξονυχιστικά γύρω μου και πρόσεξα τρεις με μουσταρδί κλωστή στο πανωφόρι τους. Μία γυναίκα και δύο άντρες. Η γυναίκα αμέσως άνοιξε το βήμα της. Την ακολούθησα και την ώρα που ήμουν έτοιμος να την αρπάξω, εκείνη έπιασε το μικρό παιδί της, που ετοιμαζόταν να αγκαλιάσει ένα άγαλμα. Έκανα λάθος. Συνέχισα με τον δεύτερο ύποπτο, που πλησίαζε προσεκτικά τον κάδο. Ήθελε να κρύψει τη συνταγή; Τρέχω, τον ακινητοποιώ, κοιτάζω το χέρι του. Ήθελε να πετάξει ένα σκουπίδι. Ζήτησα συγγνώμη και σίγουρη πια για τον ένοχο, έτρεξα κατά πάνω του. Εκείνος άρχισε να τρέχει και από τη βιασύνη του σκόνταψε πάνω στην αρχαιολόγο και έπεσαν και οι δύο κάτω. Έβγαλα από την τσέπη του σακακιού του με την μουσταρδί κλωστή τη συνταγή. Η ασφάλεια τον συνέλαβε αμέσως. Ήθελε να την πουλήσει για να γίνει πλούσιος, είπε. Κρίμα, σκέφτηκα, που δεν είχε καταλάβει τίποτα για την ιστορία μας και τους προγόνους μας. 
Τι μέρα όμως κι αυτή! Με βεβαιότητα, η καλύτερη! Συνδύαζε τα δύο αγαπημένα μου πράγματα. Τα μυστήρια και τα μουσεία! Σας συμβουλεύω, αν σας αρέσουν τα μυστήρια, νούμερο ένα τοποθεσία για να ζήσετε τα πιο συναρπαστικά είναι τα μουσεία!
ΤΕΛΟΣ

Περιπέτεια στο Μουσείο
Ευάγγελος Σκουτέρης


Τα Χριστούγεννα του 2019 ήταν για μένα μία αποκάλυψη, καθώς μαζί με την οικογένειά μου επισκεφθήκαμε για πρώτη φορά το Μέτσοβο, φιλοξενούμενοι από την οικογένεια του συμμαθητή μου, του Θοδωρή.
Την επομένη των Χριστουγέννων αποφασίσαμε όλοι μαζί να πάμε στη Βεργίνα, στο Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών, για να δούμε τους τάφους των Μακεδόνων βασιλιάδων και να θαυμάσουμε τα ευρήματα του Ανδρόνικου. Αφού αγοράσαμε γρήγορα τα εισιτήριά μας, μιας και ο κόσμος ήταν λίγος και οι υπάλληλοι ήταν μειωμένοι λόγω των γιορτών, μπήκαμε στον τύμβο, στη Μεγάλη Τούμπα, όπου βρίσκονταν οι τάφοι και το μουσείο. Η ατμόσφαιρα ήταν επιβλητική, καθώς όσοι έμπαιναν στο μουσείο εκπλήσσονταν από τα φωτισμένα εκθέματα που έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι του τύμβου.
Εκεί που θαύμαζα την πανοπλία του Φιλίππου του Β’, με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα δύο άντρες να κινούνται ύποπτα προς τη βιτρίνα που περιείχε τη χρυσή λάρνακα και το χρυσό διάδημα της βασίλισσας Μήδας. Τους παρακολούθησα διακριτικά και είδα ότι ο ένας πήγε προς τις ασφάλειες του ρεύματος και ο άλλος κινούνταν προς το χρυσό στεφάνι. Πριν προλάβω να ενημερώσω τους φύλακες, το ρεύμα έκλεισε, άκουσα το σπάσιμο της βιτρίνας και έπεσα πάνω στον άντρα που κρατούσε το στέμμα για να τον σταματήσω, με αποτέλεσμα να με σπρώξει μέσα στο σκοτάδι και να με ρίξει σε μια καταπακτή. Ευτυχώς, όμως, πρόλαβα να του πάρω το στέμμα, αποτρέποντας έτσι την κλοπή.
Επικράτησε ένας μεγάλος χαμός, χτυπούσε δυνατά ο συναγερμός, οι φύλακες απεγνωσμένοι, αφού επανήλθε το ρεύμα, εκκένωσαν τον χώρο, μαζεύοντας όλους τους επισκέπτες (μαζί με τους δύο κλέφτες) στην είσοδο του τύμβου. Στο μεταξύ, οι γονείς μου ήταν αγχωμένοι γιατί δεν με έβρισκαν, ενώ όλοι παρατήρησαν ότι έλειπε και το στέμμα.
Παράλληλα, εγώ βρέθηκα σε ένα υπόγειο δωμάτιο, μάλλον του τάφου του Φιλίππου, με το στέμμα στα χέρια μου και το γόνατό μου χτυπημένο. Ουρλιάζοντας, προσπαθούσα να ειδοποιήσω πού ήμουν, αλλά κανείς δεν με άκουγε, μάλλον γιατί το βάθος ήταν μεγάλο. Άρχισα να σκαρφαλώνω, ψάχνοντας με τα χέρια μου κάποια έξοδο. Όσο σκαρφάλωνα η παλάμη μου ακούμπησε μία πέτρα που μετακινήθηκε και παρουσιάστηκε μια τσουλήθρα, η οποία με ταξίδεψε σε μια στοά γεμάτη με χρυσά αντικείμενα. Κατάφερα να σκάψω ένα μικρό λαγούμι και βγήκα σώος στον κήπο γύρω από το μουσείο.
Τότε με είδαν οι φύλακες κρατώντας το ανεκτίμητο στεφάνι, ήρθαν κοντά μου και τους είπα τι έγινε και ό,τι ανακάλυψα. Η μητέρα μου, παρά τον φόβο της, χάρηκε πάρα πολύ που με βρήκε αλλά και με την ατρόμητη συμπεριφορά μου. Μάλιστα, αναγνώρισα και τους κλέφτες, παραδίδοντάς τους στην αστυνομία. Επίσης, η διευθύντρια του μουσείου ενημερώθηκε για το γεγονός και κανόνισαν να με βραβεύσουν. Αλλά ξαφνικά…
Ακούω τη φωνή της μητέρας μου να μου λέει: «Βαγγέλη, ξύπνα, φτάσαμε στο μουσείο της Βεργίνας». Δυστυχώς, ήταν όλα ένα όνειρο! Είναι 26 Δεκεμβρίου και ώρα 11π.μ. και παρκάρουμε το αυτοκίνητό μας στο πάρκινγκ του αρχαιολογικού χώρου. Περπατάμε προς την είσοδο, πιάνουμε σειρά για να πάρουμε εισιτήρια, αλλά μπροστά στην ουρά βλέπω δυο ύποπτα ανδρικά πρόσωπα με μία παράξενη και μεγάλη βαλίτσα. Λες; Έχει γούστο!     


-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

   



Περιπέτεια στο μουσείο
Αθανασίου Μαρία Άννα


Στη Μαρία από τον Βόλο αρέσουν πολλά: να διαβάζει, να ζωγραφίζει, να παίζει μουσική, να γράφει. Μα πιο πολύ να επισκέπτεται μουσεία!
Όταν, στην Α’ δημοτικού, πήγε για πρώτη φορά στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης ....μαγεύτηκε. Έτσι, το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, το  ''Αθανασάκειο'', έγινε ο αγαπημένος της προορισμός και πάντα περνούσε υπέροχα! Όμως μια φορά συνέβη κάτι πέρα από την φαντασία της…
Ήταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο Σάββατο όταν ξαναπήγε εκεί με τη μαμά της. Προορισμός τους τα εκθέματα της νεολιθικής εποχής, αφού στο σχολείο, στο μάθημα της Ιστορίας μελετούσαν αυτή  την περίοδο. Η Μαρία ήθελε πάρα πολύ να ξαναδεί τα αγγεία, τα εργαλεία, τα κοσμήματα, όλα!
Όταν έφτασαν στο Μουσείο ο φύλακας χαμογελώντας της είπε: “Γεια σου Μαρία! Πάλι εδώ;” Αλλά η  Μαρία, στη λαχτάρα της να δει τα εκθέματα, όρμησε μέσα στο μουσείο χωρίς να ανταποδώσει τον χαιρετισμό. Γνωρίζοντας το Μουσείο σαν το σπίτι της, έφθασε γρήγορα στο χώρο που ήθελε, ενώ μητέρα της σταμάτησε λίγο  στην είσοδο να πάρει το φυλλάδιο με τις πληροφορίες για τις εκδηλώσεις που θα διοργάνωναν οι “Φίλοι του Αθανασάκειου Μουσείου” κατά την περίοδο του καλοκαιριού.

Το μουσείο εκείνη την ώρα δεν είχε πολύ κόσμο. Η Μαρία προσπαθούσε να σημειώσει στο τετράδιο της όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε. Καθώς όμως δεν μπορούσε ακόμα να γράφει πολύ γρήγορα, η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Σαν να άκουσε κάποια στιγμή την προειδοποίηση των υπευθύνων ότι το μουσείο κλείνει αλλά ήθελε οπωσδήποτε να τελειώσει. “Προλαβαίνω”... σκέφτηκε, ενώ κι η μητέρα της εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στην τουαλέτα...
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, το μουσείο έκλεισε... με την Μαρία και την μητέρα της μέσα... Όταν το αντιλήφθηκε η μητέρα της, η πρώτη της σκέψη ήταν να πάρει τηλέφωνο από το κινητό της. Όμως....δυστυχία!!! Ήταν απενεργοποιημένο. “Τώρα τι θα κάνω;” σκέφτηκε… “Ας πάω να βρω τη Μαρία”.
Όμως πριν προλάβει...άκουσε κλειδιά από μια διπλανή πόρτα. Προς μεγάλη της έκπληξη αντί να αντικρύσει τον φύλακα του Μουσείου, όπως νόμιζε, είδε ...κλέφτες επαγγελματίες!!! Δεν πρόλαβε να αντιδράσει και βρέθηκε κλειδωμένη στο δωμάτιο με τους τάφους. Η Μαρία άκουσε τις φωνές τους. Ήταν πολύ κοντά τους αλλά δεν την είχαν αντιληφθεί. Τους άκουσε να λένε για κάτι αμφορείς. Αμέσως κατάλαβε ότι ήθελαν να κλέψουν τους δυο Παναθηναϊκούς αμφορείς, έπαθλο των Παναθηναϊκών αγώνων στους νικητές, που απεικόνιζαν την θεά Αθηνά από τη μια μεριά και το άθλημα του νικητή από την άλλη. Ήξερε πολλά γι αυτούς...
“Οχι”, σκέφτηκε... “Δεν θα τους αφήσω”! Η Μαρία που ήξερε το μουσείο καλύτερα κι από το σπίτι της, θυμήθηκε τον συναγερμό φωτιάς. Σιγά - σιγά πήγε, έφτασε στο κουμπί του συναγερμού και το πάτησε. Σε ελάχιστο χρόνο, έφτασε η Πυροσβεστική, η αστυνομία και ο φύλακας. Οι κλέφτες πιάστηκαν, η μαμά της ελευθερώθηκε και η Μαρία έγινε η ήρωας του μουσείου!
Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσει εκείνο το Σάββατο στο Μουσείο! Σκέφτεται όταν μεγαλώσει να ταξιδέψει σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και να γνωρίσει από κοντά όλα τα μουσεία. Και πού ξέρετε; Μπορεί να ξαναζήσει κάποια ασυνήθιστη εμπειρία σε κάποιο από αυτά…

Περιπέτεια στο Μουσείο
Αλεβίζου Δάφνη


Όταν ήμουνα μικρή πήγαινα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Συνήθως πήγαινα με τη μαμά και τον μπαμπά, πήγαινα μπροστά στους τουρίστες και έβλεπα τα  διαδραστικά προγράμματα και όλοι γελούσαν μαζί μου. Αργότερα πήγαινα στα αγάλματα και τα κοιτούσα για ώρες. Νόμιζα πως ήταν αληθινά. Όμως αγάπη είχα για τις Καρυάτιδες. Τώρα θα σας πω την ιστορία τους, ένα ηλιόλουστο πρωινό ήταν 6 Καρυάτιδες με όμορφα χρώματα. Το βράδυ όμως ήρθε ο Έλγιν. Πήρε πολλά αγάλματα και ένα από αυτά ήταν η μια Καρυάτιδα. Το πλοίο του όμως βούλιαξε και σώθηκαν  πολύ λίγα αγάλματα, μαζί  τους σώθηκε και η Καρυάτιδα. Τώρα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Τότε στη θέση της έβαλαν μια άλλη την λέγανε Καλπουζάνα, ευτυχώς έπειτα την έβγαλαν τώρα είναι 5 αλλά έχω ορκιστεί ότι θα την πάρω πίσω. Εμένα αυτή η ιστορία με είχε συγκινήσει πολύ. Αργότερα φεύγαμε από το μουσείο και τρώγαμε  κάπου έξω. ‘Ηταν πάντοτε πολύ όμορφα. Όμως η Καλπουζάνα δεν είχε ζεστή ψυχή αλλά κρύα. Αυτή όμως η ιστορία με είχε επηρεάσει τόσο πολύ, που αγόραζα ότι είχε σχέση με αυτή. Ένα βραδύ είδα  ένα περίεργο όνειρο που είχε κλαπεί άλλη μια Καρυάτιδα, αλλά αυτή τη φορά την είχε  ένας  Γάλλος  συνθέτης  για το έργο του. Εγώ  μόλις μπήκα στο μουσείο το κατάλαβα 1.000 φορές κοίταξα το μουσείο πουθενά, πήγα στο σπίτι στεναχωρημένη έπειτα από λίγη ώρα άκουσα στις ειδήσεις που ήταν η Καρυάτιδα στο κέντρο του Παρισιού την  επόμενη μέρα πήρα το πρώτο αεροπλάνο  και  πήγα στο Παρίσι . Έφτασα λοιπόν αλλά ήταν τόσος πολύς ο κόσμος που δεν ήξερα που είναι το σπίτι του συνθέτη. Αποφάσισα  να ρωτήσω κάποιον  και μου είπε ότι είναι δυο στενά πιο κάτω στην οδό  Plummet 20 . Χτύπησα αλλά  δεν μου άνοιξε κάνεις έπειτα από 2 ώρες ξανά χτύπησα και μου άνοιξε ένας ψηλός  μελαχρινός άντρας  τον έλεγαν  Ιαβέρη , μπήκα στο σπίτι και είδα μέσα σε μια τεράστια σάλα την Καρυάτιδα. Όπως με είδε βρεγμένη από τη  βροχή προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει, εγώ δέχτηκα και το επόμενο πρωί ο Ιαβέρης  έφυγε νωρίς για δουλειές. Έμεινα μόνη με την κουτσή  υπηρέτρια. Ευτυχώς η κουτσή υπηρέτρια, έφυγε για την αγορά για να πάρει  μπαχαρικά για το φαγητό. Βγήκα στο μπαλκόνι για  να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Ήταν η ευκαιρία μου διότι από κάτω υπήρχε ένα πελώριο φορτηγό. Κατέβηκα γρήγορα - γρήγορα κάτω. Εκεί είδα έναν εργάτη που του ζήτησα να μου κάνει μία χάρη… Ωχ, ερχόταν ο Ιαβέρης. Ζήτησα από τον εργάτη να μου φέρει ακόμη δύο συναδέλφους του. Ο ένας να απασχολήσει τον Ιαβέρη και οι άλλοι δύο να με βοηθήσουν να κουβαλήσω την Καρυάτιδα. Όμως πριν γίνουν όλα αυτά μου ζήτησαν να τους κάνω μία χάρη: να βγάλω έναν πολύτιμο λίθο μέσα από μία πολύ μικρή τρύπα. Έτσι κι έγινε. Μετά από λίγη ώρα μπήκαμε στο φορτηγό. Στον δρόμο πήρα την Αστυνομία για να με συνδέσει με το ελληνικό υπουργείο πολιτισμού. Μετά από τρεις ώρες ήρθαν στο αεροδρόμιο να με βρουν. Πήραν την Καρυάτιδα και με ευχαρίστησαν θερμά. Ξαφνικά ξύπνησα λαχανιασμένη. Ένα μπορώ να πω, είμαι ευγνώμων στα όμορφα όνειρά μου!    

              


Η Μόλι κι η Σκάρλετ στο Μουσείο
Αναστοπούλου Δήμητρα


Η Μόλι είναι ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Μένει στο Λονδίνο με τους γονείς της και τη σκυλίτσα της, τη Σκάρλετ. Λατρεύει να διαβάζει βιβλία μυστηρίου, αλλά και να τα λύνει η ίδια με τη Σκάρλετ.
Ήταν Σάββατο πρωί και η Μόλι ήταν ενθουσιασμένη με την έκπληξη που της έκαναν οι γονείς της. «Σκάρλετ το πιστεύεις; Θα πάμε στο δημοφιλέστερο μουσείο του Λονδίνου! Εκεί θα δούμε τα χρυσά κοσμήματα της βασίλισσας Ελισάβετ. Θα είναι τέλεια!».  Πετούσε από τη χαρά της.
«Μόλι, αγάπη μου, έλα σε παρακαλώ. Θα αργήσουμε.»
«Ναι, μαμά, παίρνω το λουρί της Σκάρλετ και έρχομαι.»
Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Όταν έφτασαν, η Σκάρλετ με έναν πήδο βγήκε από το αμάξι. Η Μόλι την ακολούθησε. «Κορίτσια μη βιάζεστε, δε μας κυνηγάνε»  τις μάλωσε ο μπαμπάς της, καθώς άνοιγε την πόρτα.
Μπαίνοντας στο μουσείο, ένας κοντόχοντρος τύπος τους έκλεισε τον δρόμο. «Απαγορεύονται τα κοπρόσκυλα.»
«Η Σκάρλετ δε θα πειράξει κάτι» παραπονέθηκε η Μόλι.
«Ασ’ την να περάσει, μην είσαι τόσο σκληρός» είπε ένα κορίτσι με ξανθά μαλλιά. Έτσι τις άφησε να περάσουν.
«Ευχαριστώ! Είμαι η Μόλι».
«Εγώ είμαι η Σάρα, χάρηκα» χαμογέλασε το κορίτσι. «Πάντα είναι σκληρός με τα σκυλάκια».
«Γιατί σε άκουσε;» αναρωτήθηκε η Μόλι.
«Ο πατέρας μου είναι διευθυντής του μουσείου. Αν δεν το έκανε, ο μπαμπάς μου θα τον απέλυε. Να φανταστώ πρώτα θες να δεις τα κοσμήματα. Ε;»
«Φυσικά!»
«Έλα λοιπόν».
Τα κορίτσια έφτασαν στην αίθουσα που ήταν τα κοσμήματα.
«Τιιι;» αναπήδησε η Σάρα. «Μα δεν είναι δυνατόν! Λείπουν...»
« ... τα κοσμήματα!» συμπλήρωσε η Μόλι.
«Κάποιος τα έκλεψε» διαπίστωσε η Σάρα.
Εν τω μεταξύ η Σκάρλετ μύρισε γύρω από τη βάση των κοσμημάτων και άρχισε να γαβγίζει.
«Σκάρλετ, κάνε πιο ήσυχα» ενοχλήθηκε η Μόλι.
«Μόλι, νομίζω ότι κάτι μας δείχνει ... Α! κάτι πατημασιές!» αναφώνησε η Σάρα. « Ας τις ακολουθήσουμε».
Οι τρεις τους ακολούθησαν μία μία πατημασιά και έφτασαν στην πίσω πόρτα. Από εκεί συνέχισαν μέχρι τον κήπο. Εκεί σταματούσαν τα χνάρια. Η Σκάρλετ συνέχισε να μυρίζει το έδαφος. Πήγε σε μια τριανταφυλλιά και άρχισε τα γαβγίσματα.
«Τώρα κάτι μας δείχνει!» κατάλαβε η Μόλι. «Αλλά τι;»
«Ας ψάξουμε, όπως η Σκάρλετ!» γέλασε η Σάρα. Η Μόλι είδε έναν ασημί κρίκο με λίγο χώμα από πάνω.
«Κοίτα εδώ, Σάρα!»
«Μπράβο, Μόλι! Τι είναι;»
«Μην είσαι χαζή, Σάρα! Με αυτόν τον κρίκο θα ανοίξουμε την καταπακτή.»
«Μα δε βλέπω καμία!»
«Σε όλα τα βιβλία που διαβάζω είναι καλυμμένες. Κάτι την καλύπτει!»
«Σωστά! Η τριανταφυλλιά!»
Παραμέρισαν με προσοχή τη δήθεν τριανταφυλλιά. Άνοιξαν την καταπακτή και κατέβηκαν μια σκαλίτσα. Είδαν ένα τραπέζι που είχε ένα κουτί με τα κοσμήματα. Παραπέρα ήταν μια υπηρεσιακή ταυτότητα. Στη φωτογραφία ήταν ο χοντρός κύριος.
«Βρήκαμε τον κλέφτη μας!» ενθουσιάστηκε η Μόλι. «Να καλέσουμε την αστυνομία».
«Δε χρειάζεται, είναι ήδη πάνω.»
Τα κορίτσια το έδειξαν στην αστυνομία και αυτή τον έβαλε φυλακή. Ο κλέφτης είπε ότι ήθελε να τα πουλήσει, για να ανοίξει γκαλερί.
Η Μόλι δεν είχε λύσει το μυστήριο μόνο, αλλά και είχε κάνει μια καινούρια φίλη, τη Σάρα. Τα όνειρά της είχαν πραγματοποιηθεί.

Μία περιπέτεια στο μουσείο της Ελευσίνας
Βόγλη Έλενα

   Κάθε πρωινό εκείνου του καλοκαιριού η μαμά μου με έπαιρνε μαζί της στη δουλειά της, ένα μικρό μαγαζί  στο κέντρο της Ελευσίνας. Συνήθως δεν είχα πολλά πράγματα να κάνω και μου άρεσε να παρατηρώ τον αρχαιολογικό χώρο της πόλης μας, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι.
  Μία μέρα αποφάσισα να τον επισκεφθώ. Με τους γονείς μου, είχα ξαναπάει. Μόνη μου όμως, θα ήταν η πρώτη φορά. Σκοπός μου ήταν να διανύσω τον αρχαιολογικό χώρο και να ανέβω έναν μικρό λόφο, ώστε να φτάσω στο μουσείο που βρίσκεται εκεί. Η περιπέτεια μόλις ξεκινούσε.
   Λίγα μέτρα αφού πέρασα την πόρτα, πάτησα τα τεράστια μάρμαρα όπου τα αρχαία χρόνια γίνονταν τα Ελευσίνια Μυστήρια! Συνέχισα να περπατώ περνώντας την σπηλιά του Πλούτωνα και  της Περσεφόνης. Ανέβηκα τον λόφο που οδηγούσε στο μουσείο, σκαρφαλώνοντας μερικά σκαλιά. Έφτασα στο μουσείο και από εκεί ψηλά είχα μια υπέροχη θέα. Έβλεπα ολόκληρο τον κόλπο της Ελευσίνας, ως την Σαλαμίνα. Ο προαύλιος χώρος του μουσείου ήταν καταπράσινος. Υπήρχαν τοποθετημένα μαρμάρινα αγάλματα και άλλα εκθέματα. Περνώντας την μεγάλη πράσινη πόρτα του μουσείου είχα την επιλογή έξι αιθουσών. Πήγα και στάθηκα μπροστά στο πιο εντυπωσιακό έκθεμα του χώρου, την Κιστοφόρο Κόρη. Ένα άγαλμα δύο μέτρων που μαζί με άλλη μία ίδια κόρη κρατούσαν την στέγη των μικρών προπυλαίων. Κάθισα κοντά της και την άκουσα να αναζητά την αδερφή της που βρίσκεται στο μουσείο του Κέιμπριτζ.
    Όμως αυτό που άκουγα τώρα δεν ήταν το άγαλμα, αλλά ένας δυνατός θόρυβος, που προερχόταν από την διπλανή αίθουσα. Το μουσείο ήταν άδειο και έτσι έφτασα γρήγορα στο άλλο δωμάτιο. Εκεί βρισκόταν ένα άλλο αγαπημένο μου άγαλμα, η Φεύγουσα Κόρη. Ήταν κι αυτή τόσο τρομαγμένη, όσο κι εγώ αλλά δεν ήθελα να φύγω. Ήθελα να λύσω οπωσδήποτε αυτό το μυστήριο. Ο θόρυβος δυνάμωνε πάρα πολύ όπως και η αγωνία μου. Έπρεπε όμως να συνεχίσω. Στο κέντρο της αίθουσας υπήρχε ένας τεράστιος αμφορέας και ακριβώς στα αριστερά του, μια μικρή πορτούλα.
    Ήξερα ότι δεν έπρεπε να μπω εκεί μέσα αλλά ο θόρυβος δεν σταματούσε και φώναξα τον φύλακα. Μέχρι να πάω και να γυρίσω ο ήχος είχε σταματήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό ο φύλακας γελούσε μαζί μου. Έφυγε και με άφησε μόνη μου, να κοιτάζω τους κούρους και τα αγγεία. Ξαφνικά, πάλι ο έντονος ήχος, διέκοψε την ησυχία και τις σκέψεις μου. Αυτή τη φορά, δεν ζήτησα βοήθεια.
    Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα, κάπως διστακτικά. Βρέθηκα σε ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο, που από ένα παράθυρο έμπαιναν λίγες ηλιαχτίδες. Φώτιζαν μερικά ράφια με όμορφα αρχαιολογικά ευρήματα, που περίμεναν να στολιστούν στο μουσείο. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Στο πάτωμα αντίκρισα μια κούτα που κουνιόταν και έκανε θόρυβο!
     Ήθελα να την ανοίξω μα φοβόμουν πολύ. Πήρα ένα μακρύ εργαλείο και μετακίνησα το καπάκι. Το χέρι μου έτρεμε. Ήταν απίθανο! Μία ποντικίνα είχε γεννήσει οκτώ μικροσκοπικά ποντικάκια που έκαναν φοβερή φασαρία. Πήρα την κούτα αγκαλιά και μαζί με τον φύλακα τα αφήσαμε ελεύθερα στον καταπράσινο λόφο.
   Το μυστήριο της Ελευσίνας λύθηκε και ανυπομονούσα να διηγηθώ σε όλους την περιπέτεια μου. Τελικά οι βόλτες στα μουσεία είναι πολύ συναρπαστικές!


Περιπέτεια στο Μουσείο
Γαβριήλ Δημήτρης


Την περασμένη εβδομάδα επισκεφτήκαμε με την οικογένειά μου το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας. Όταν φτάσαμε, η ξεναγός μας είπε λίγα λόγια για το μουσείο.
Μέσα σε αυτό επικρατούσε ησυχία. Στην πρώτη αίθουσα που πήγαμε είχε πήλινα αγγεία, κολιέ από χαλκό και πολλά άλλα υπέροχα πράγματα. Αμέσως μετά πήγαμε να δούμε την αίθουσα με τα αγάλματα. Μαζί μας όμως ήταν και ένας κύριος με ειδικές ανάγκες που τον καθοδηγούσε ένας συνοδός-σκύλος. Ο κύριος ήθελε να βγάλει τη φωτογραφική του μηχανή για να τραβήξει μία φωτογραφία τα αγάλματα.
Εκείνη τη στιγμή είδα τον σκύλο να μου κλείνει το μάτι. Ξαφνικά ο σκύλος έφυγε από τα χέρια του κυρίου και άρχισε να ρίχνει όλα τα αγάλματα! Κοιτούσαμε έκπληκτοι. Η ξεναγός η οποία βρισκόταν σε κρίση αμέσως κάλεσε τους  φύλακες του Μουσείου. Όλοι προσπαθούσαμε να πιάσουμε τον σκύλο. Εγώ έσωσα ένα άγαλμα την τελευταία στιγμή λίγο πριν πέσει. Της μαμάς μου της ήρθε ένα αγγείο στο κεφάλι από το πουθενά! Με την αδερφή μου μαζέψαμε το κεφάλι από ένα σπασμένο άγαλμα. Όλοι μαζί, οι φύλακες, η οικογένειά μου και η ξεναγός κυνηγούσαν τον σκύλο, ο οποίος εξακολουθούσε να καταστρέφει τα εκθέματα σε ολόκληρο το μουσείο. Οι επισκέπτες κοιτούσαν σαστισμένοι αυτό το πρωτόγνωρο θέαμα.
Για καλή μας τύχη, ο ιδιοκτήτης του σκύλου θυμήθηκε πως είχε μαζί του την ειδική σφυρίχτρα για σκύλους. Μόλις φύσηξε, ο σκύλος ηρέμησε και επέστρεψε κοντά του. Η ξεναγός πλησίασε τον κύριο και του είπε άλλη φορά να είναι πιο προσεκτικός. Φανερά νευριασμένη, κάλεσε τον διευθυντή. Συζητούσαν για πολλή ώρα και τελικά αποφάσισαν να αγοράσουν πολλές παρόμοιες σφυρίχτρες ώστε όλοι οι ξεναγοί και οι φύλακες του μουσείου να έχουν από μία στην τσέπη τους και να μη γίνει ξανά τέτοιο κακό. Εγώ διασκέδασα πολύ με αυτό που έγινε, στενοχωρήθηκα όμως για τις καταστροφές που έγιναν στα αγάλματα ανεκτίμητης αξίας στο μουσείο.




Μια περιπέτεια στο μουσείο
Γεωργούλης Αντώνης


1799. Η νύχτα άπλωσε τον μανδύα της πάνω από την κατακτημένη Ελλάδα. Ο λόρδος Έλγιν, εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην ελληνική επικράτεια, ξεκινά, με άδεια του Σουλτάνου, ένα αποτρόπαιο εγχείρημα· την λεηλασία της Ακρόπολης και την απομάκρυνση και φυγάδευση των γλυπτών του Παρθενώνα.
2019. Ένα σύννεφο κάλυψε το Βρετανικό μουσείο, σαν η φύση να ετοίμαζε κάτι μεγαλεπήβολο. Ο κόσμος, δημιουργώντας ατέλειωτες ουρές, αδημονεί να θαυμάσει τα πραγματικά έργα τέχνης, για να τιμήσει το κύρος που πρεσβεύουν τα μάρμαρα.
«Ήταν μεσημέρι. Προχωρώ διστακτικά προς την περίτεχνη είσοδο, που οδηγεί στην έκθεση των ελληνικών μαρμάρων. Ένα ρίγος με διαπερνά καθώς κοιτάζω μεγάλο μέρος της πολιτισμικής μας κληρονομιάς παγιδευμένο πίσω από γυαλιστερές προθήκες και κόκκινες κορδέλες ασφαλείας. Τα αγάλματα, λυπημένα,  κοιτούν ψηλά, σαν να παρακαλούν για τη σωτηρία τους, παγωμένα στον χρόνο.
Ήμουν έτοιμος να προχωρήσω στην επόμενη αίθουσα. Κοίταξα για τελευταία φορά την πασίγνωστη Καρυάτιδα, πανέμορφη, με τα μαλλιά της πιασμένα σε μια περίτεχνη πλεξούδα. «Στάσου!...μη φεύγεις, μείνε μαζί μας!».
Ψίθυροι.
 Ένιωθα πως κάποιος με παρακολουθούσε. Κανείς δεν υπήρχε μέσα στο χώρο, μόνο τα ψυχρά και απόμακρα αγάλματα. «Θέλω να γυρίσω σπίτι!».
Αφουγκράστηκα.
 Τίποτα.
 Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως η ομάδα ξενάγησης είχε προχωρήσει και έτρεξα γρήγορα στο επόμενο δωμάτιο.
Στα αριστερά μου ένα χάλκινο ειδώλιο ενός έφιππου Έλληνα πολεμιστή. «Πίστεψε!», «Είμαστε ζωντανά!».
 Κι άλλοι ψίθυροι·
… αυτή τη φορά η φωνή δεν ήταν γαλήνια και αγγελική αλλά βραχνή και κοφτή. Ξαφνικά ο πολεμιστής κατέβηκε από το άλογό του και στάθηκε μπροστά μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, μη μπορώντας να καταλάβω τι συμβαίνει. Η φιγούρα ήταν εκεί,  το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου. Κοίταξα γύρω. Κανείς δεν έδινε σημασία. «Είμαστε ζωντανά!...θέλουμε να γυρίσουμε σπίτι!». Έτρεξα γρήγορα στην αίθουσα με τη Καρυάτιδα. Ένα χαμόγελο άστραψε στα χείλη του πολεμιστή. Ανέβηκε στο άλογό του και πάγωσε.
Πίσω στο δωμάτιο με τα γλυπτά, το άγαλμα έκλαιγε γοερά.
Πλησίασα... «Θέλω να γυρίσω στις αδερφές μου, δεν ανήκω εδώ!». Η φωνή της μαρμάρινης κόρης έτρεμε και τα δάκρυά της στο χρώμα της μαστίχας, είχαν δημιουργήσει μια ρηχή λιμνούλα στο δάπεδο. Σε μια στιγμή το δωμάτιο άρχισε να συρρικνώνεται, οι τοίχοι δίπλωσαν, η γη σείονταν, το ταβάνι αναποδογύρισε, τα γλυπτά ακίνητα.
 Έκλεισα τα μάτια μου. Άκουγα πολύ κόσμο. Έπεσα κάτω.
Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν στο μέτωπό μου, που πύρωνε. Σηκώθηκα. Το έδαφος ήταν τραχύ. Πλήθος ήταν μαζεμένο και κοίταζε στην αντίθετη κατεύθυνση από εκεί που βρισκόμουν. Γύρισα αργά το κεφάλι μου. Έβλεπα μάρμαρο. Σιγά σιγά ανέκτησα τις αισθήσεις μου. Βρισκόμουν στον Παρθενώνα! Το άγαλμα από το μουσείο στεκόταν τώρα, δίπλα στους κίονες του κτηρίου. «Πρέπει να με βοηθήσεις να επιστρέψω.», έλεγε η Καρυάτιδα με τη θεία φωνή της. Σάστισα… έτρεξα προς το πλήθος· με δυσκολία πέρασα τον συνωστισμό. Ο χώρος άρχισε να διπλώνει και πάλι. Βρέθηκα σωριασμένος στο γυαλιστερό πάτωμα του μουσείου. Όλα ήταν φυσιολογικά. Η Καρυάτιδα στεκόταν ακίνητη. Στη βάση του αγάλματος υπήρχε μια μικρή λίμνη. Και τότε κατάλαβα…
Παρατήρησα ένα παιδί που κοιτούσε αμίλητο το άγαλμα…  «Πίστεψε!» του είπα… κι εκείνο χαμογέλασε.
Έτρεξα να βρω τους γονείς μου.»

Περιπέτεια στο Μουσείο
Γιοβρής Νίκος


Γεια, με λένε Νίκο και είμαι δέκα χρονών. Επίσης, είμαι ντετέκτιβ. Πριν από λίγες μέρες είχα τη δεύτερη υπόθεσή μου. Όλα ξεκίνησαν όταν βγήκα βόλτα με τους φίλους μου:  τον Μιχάλη, τον Γιάννη και τον Ηλία.
Φτάσαμε στο Μουσείο της Ακρόπολης και είπαμε να μπούμε μέσα. Είχε πολλή ουρά, γι ‘ αυτό αργήσαμε να μπούμε.
- Θέλουμε να μπούμε μέσα, είπα, όταν φτάσαμε.
- Απαγορεύεται η είσοδος, ήρθε η απάντηση.
- Μα γιατί; ρώτησε ο Ηλίας.
- Επειδή ένας κούρος κλάπηκε.
- Είμαι ντετέκτιβ και θέλω να λύσω την υπόθεση, είπα.
- Εντάξει, είπε και μας άφησε να μπούμε.
Πρώτα είδαμε την αίθουσα των Κλιτύων, που υπήρχαν πολλά αγγεία και ευρήματα της ζωής των αρχαίων. Στο πρώτο επίπεδο υπήρχαν γλυπτά, όπως οι κούροι και οι κόρες!!!
-  Πρέπει να βρούμε τον κούρο που λείπει, είπα τελικά. Μετά από δύο λεπτά τον βρήκαμε. Η βάση του υπήρχε μόνο… Υπήρχαν ,όμως, και πατημασιές ανθρώπου…  Έτσι, την επόμενη μέρα εγώ και οι αδερφές μου ήμασταν στο μέρος που είδα τις πατημασιές.
- Λοιπόν; είπα.
- Αυτές οι πατημασιές είναι πάνω από 43 νούμερο, είπε η Φωτεινή.
- Όντως, συμφώνησα μετά από λίγο, όταν τις ξαναείδα.
- Ναι, αλλά κοιτάξτε, είπε η μικρή μου αδερφή η Κάλλια. Και είχε δίκιο!
Το παράθυρο εκεί κοντά είχε σπάσει και παντού γύρω - γύρω υπήρχαν θρύψαλα!! Έτσι, όταν και οι τρεις μαζευτήκαμε στο παράθυρο είδαμε ένα σκοινί που έφτανε εως κάτω!!! Αλλά, κάτω υπήρχαν τριανταφυλλιές. Έτσι, τις εξετάσαμε και πράγματι!!! Υπήρχαν κομμάτια από μπλούζα.
Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ… Ανυπομονούσα τόσο πολύ για αύριο που θα συνέχιζα την έρευνα. Όταν ξαναπήγαμε στο μουσείο την επόμενη μέρα η κυρία στην είσοδο είχε εξαφανιστεί! Πήγα στο υπόγειο και την βρήκα κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο μαζί με τον κούρο!!! Μα πώς ήταν δυνατόν να έχει κλέψει του κούρο, ενώ η δουλειά της είναι να τον προσέχει; Και το κλειδί ήταν από τη μέσα πλευρά του δωματίου αφημένο  στο πάτωμα.
Τότε πήρα μια εφημερίδα και ψάρεψα το κλειδί και όταν το κατάλαβε είπε:
-  Άνοιξε μου αμέσως!!!  Αλλά εγώ της είπα:
- Θέλεις να σε καταγγείλω στην αστυνομία και να χάσεις τη δουλειά σου; Τότε  μου αποκάλυψε την αλήθεια:  - Το έκανα, γιατί βαριόμουν να κάθομαι με τις ώρες έξω από το μουσείο και να λέω: - Τα εισιτήριά σας;  και - Περάστε.
- Και το κάνατε αυτό για να γίνει κάτι κρυφά στο μουσείο για να κλείσει, οπότε μετά θα πηγαίνατε σπίτι σας.
- Ναι, μου είπε και έγνεψε καταφατικά.
- Αλλά  πώς θα βγάζετε έτσι χρήματα; τη ρώτησα.
- Θα  έπιανα δουλειά ως σερβιτόρα, δήλωσε. Και έτσι επέστρεψε τον κούρο και… ναι, έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα!
Μετά από λίγες μέρες που ξαναπήγα στο μουσείο με περίμενε μια  έκπληξη. Ένας κύριος μου είπε: -Πήγαινε στο υπόγειο. Εγώ πήγα και πράγματι!!! Στο δωμάτιο που είχε μπει η κύρια υπήρχε ένα δώρο! Το  άνοιξα και τι να δω; Ένα μικρό πήλινο αγαλματάκι!
Λοιπόν,  αυτή ήταν η υπόθεση με το μουσείο της Ακρόπολης!




 Μια πραγματική ιστορία
Δημοπούλου Μυρσίνη


Ξεφυλλίζοντας τα παλιά μου τετράδια γραπτής έκφρασης το μάτι μου έπεσε σε μια έκθεση που είχα γράψει όταν πήγαινα Ε΄Δημοτικού. Επρόκειτο για μια αξέχαστη εμπειρία όταν είχα επισκεφθεί με τους γονείς μου το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, εδώ στην Αθήνα…..

Η ιστορία μας ξεκινά ένα πρωί Σαββάτου γύρω στις 11. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και όλα έδειχναν να κυλούν κανονικά, όμορφα και ήρεμα!!! Εγώ με τους γονείς μου και τη μικρή μου αδερφή αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας!!. Η επίσκεψή μου σε αυτό το μουσείο ήταν γεγονός καθώς την ονειρευόμουνα χρόνια. Ποτέ όμως δεν είχα την ευκαιρία να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα!!! Τώρα όμως είχα αυτή την ευκαιρία και έπρεπε να την αρπάξω!!! Ανυπομονούσα πολύ….και τα λεπτά δεν πέρναγαν…για λίγο τα πάντα είχαν κολλήσει!!!: Εμείς στον δρόμο και οι δείκτες του ρολογιού στις 10:55!! Στις 11 ξεκινούσε το πρόγραμμα οπότε χρειαζόταν να ήμαστε εκεί εγκαίρως!! Το πρόγραμμα αφορούσε μια έρευνα ορυκτών!! Επιτέλους ΦΤΑΣΑΜΕΕΕΕ!!! Με έναν κόμπο στον λαιμό κατέβηκα από το αμάξι και προχώρησα μέχρι την είσοδο του μουσείου. Μπήκαμε μέσα και κατευθυνθήκαμε προς την υποδοχή. Μας καλωσόρισαν και μας οδήγησαν στην αίθουσα που διοργανωνόταν η έκθεση των πολύτιμων αυτών ορυκτών. Ήταν πραγματικά υπέροχα!!!  Πω πω ένοιωθα πως όλη αυτή η υπομονή μου ανταμειβόταν με τον καλύτερο τρόπο!!! Και πράγματι έτσι ήταν. Η ώρα είχε περάσει και το πρόγραμμα σιγά-σιγά έφτανε στο τέλος του!! Ξαφνικά ακούστηκε ο συναγερμός που άρχισε να δονείται και να ηχεί με έναν απαίσιο θόρυβο που καταντούσε δυσάρεστος… Μας παρακάλεσαν να περάσουμε έξω για τη δική μας σωματική ακεραιότητα και φροντίδα!!!! Υπακούσαμε αθόρυβα τις εντολές του εξειδικευμένου προσωπικού και βγήκαμε έξω από το κτήριο. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια όλου αυτού του πανικού ακούστηκαν κάποιες φωνές: ΚΛΕΦΤΗΣ, ΚΛΕΦΤΗΣ!!!! Όλοι τότε κατευθύνθηκαν προς τη μεριά του πλήθους που φώναζε…Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εντοπίσαμε με την άκρη του ματιού μας δύο ανθρώπους που έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα …….Οι άνθρωποι άρχισαν να τους κυνηγούν με αυτό το μίσος και την εκδίκηση που έτρεφαν εκείνη την ώρα μέσα τους για τα συγκεκριμένα άτομα. Ύστερα από αρκετή ώρα κατάφεραν και τους έπιασαν, και ανακαλύφθηκε πως είχαν κλέψει ένα κομμάτι σιδηροπυρίτη αξίας 230.000€. Αμέσως ενημερώθηκε η αστυνομία της περιοχής, η οποία κατέφθασε στο σημείο της κλοπής το συντομότερο δυνατόν!!!. Στο μουσείο δόθηκε αμοιβή 10.500€ διότι σύμφωνα με τις οδηγίες της αστυνομίας οι  συγκεκριμένοι δράστες ήταν καταζητούμενοι  χρόνια. Η αλήθεια είναι πως περίμενα κάτι διαφορετικό για αυτήν την ημέρα, όπως για παράδειγμα να παρακολουθήσω τα εκθέματα του μουσείου, αλλά δεν πειράζει!!!......Γιατί πέρασα ακόμη καλύτερα, λατρεύω την περιπέτεια και αυτή η ημέρα ήταν μία από τις καλύτερες για εμένα και την οικογένειά μου!!!!! ΠΕΡΑΣΑ ΥΠΕΡΟΧΑΑΑΑΑ


 Μια περιπέτεια στο Μουσείο
Δρίτσας Δημήτρης


Μια ηλιόλουστη  μέρα  ξύπνησα κατά της επτά και τέταρτο το πρωί  για να πάω στο σχολείο. Ήταν η μέρα που θα πηγαίναμε εκδρομή στο μουσείο. Όταν φτάσαμε  στο σχολείο η κυρία  είπε ότι θα φύγουμε στις οκτώ και είκοσι, μπήκαμε στην τάξη αφήσαμε τα μπουφάν μας και φύγαμε με το λεωφορείο.
 Φτάσαμε σε περίπου είκοσι λεπτά και το άλλο σχολείο που είχε πάει δεν είχε  φύγει ακόμα και η κυρία  μας είπε να πάμε στην πλατεία να παίξουμε. Μετά από λίγο το  άλλο σχολείο που είχε πάει έφυγε και μπήκαμε εμείς.
Στην είσοδο είχε δύο πόρτες η μια που  ήταν ανοικτή είχε μια μεγάλη σκάλα  και στην άλλη που ήταν κλειστή  είχε  ένα χαρτί που έλεγε απαγορεύετε η είσοδος. Οπός  ανεβαίναμε τα σκαλιά ακούγονταν κάτι τριξίματα  μόνο από τα αριστερά. Νομίσαμε ότι  ήταν παλιά διότι η δεξιά πλευρά είχε χαλί ενώ η αριστερή όχι. Όταν φτάσαμε στον επόμενο όροφο μας ανακοίνωσε η κυριά μας ότι θα έχουμε και ξεναγό. Μετά από μια στιγμή ανέβηκε πανό μια γριούλα που με το ζόρι περπάταγε, εμείς νομίζαμε ότι θα είχε έρθει για επισκέψει αλλά εκείνη την στιγμή η κυριά μας μας είπε ότι αυτοί είναι η ξεναγός μας.
Κατά την διάρκεια της ξενάγησης εγώ με το φίλο μου μιλάγαμε με μηνύματα μέσων τον κινητών μας που είχαμε πάρει για φωτογραφίες. Περίπου στο προτελευταίο έκθεμα εκεί που όλα τα έλεγε ψιθυριστά ακούστηκε να λέει <<  με αυτήν εδώ την φουστανέλα  πολέμησε ο πάππους μου λίγο πριν πεθάνει  εγώ επειδή ήθελα να το μάθει και όλος ο κόσμος την έφερα εδώ για να την θαμάζουν οι άνθρωποι >>.
-Μετά από  δυο τρία λεπτά η κυριά μας λέει να μαζέψουμε τα πράγματα μας.  Στην έξοδο η κυριά μας πλήρωσέ τους υπευθύνους και οπός κατεβαίναμε τα σκαλιά ακουγόντουσαν κάτι κραυγές, όταν  φτάσαμε στην εξωτερική πόρτα  είδαμε  ότι δεν μας βγάζει έξω και απλά μας ξανανεβάζει πάνω. Η κυριά μας έτρεξε και ρώτησε του υπευθύνους τι γίνετε αλλά εκείνοι δεν μίλαγαν ότε η γριούλα ξεναγός μας δεν μίλαγε.      Τρελαθήκαμε δεν μπορούσαμε να φύγουμε ούτε νερό δεν είχαμε μα ούτε είχαμε φάει σε μια φάση ένας συμμαθητής μας είπε να πούμε στον οδηγό του λεωφορείου να σπάσει την πόρτα ώστε να δούμε που είναι, η κυριά μας πείρε τον οδηγό του λεωφορείου και του τα είπε και ο οδηγός του λεωφορείου   τράκαρε και έσπασε την πόρτα,   ακούσαμε τον θόρυβο και τρέξαμε μπροστά εκεί αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Ένα μανιασμένος άντρας  έτρεξε μπροστά επάνω μας και εμείς αρχίσαμε να τρέχουμε  προέστην άλλη πλευρά. Εμείς φωνάζαμε βοήθεια αλλά κάνεις δεν μας άκουγε αφού είμασταν κλεισμένη μέσα στο μουσείο. Ο άντρας έτρεχε μανιασμένα επάνω μας. Εγώ και δυο φίλη μου στεφτήκαμε να τρέξουμε πιο γρήγορα μπροστά και να στήσουμε μια παγίδα στον άντρα. Περιμέναμε στην στροφή μόλις πέρασε μπροστά η τάξει μας βάλαμε τρικλοποδιά στον άντρα και έπεσε  ώμος εμείς νομίσαμε ότι  θα ξανά σηκωθεί αλλά έτρεχε τόσο γρηγορά  που έτσι όπως  έπεσε δεν  ξανά σηκώθηκε μόλις έπεσε εμείς τρέξαμε  προς την σπασμένη πόρτα και μπήκαμε αμέσως στο μεγάλο λεωφορείο και γυρίσαμε στο σχολείο  τελικά αυτό το μυστήριο  δεν θα λυθεί ποτέ τελικά!!!!  

Περιπέτεια στο μουσείο
 Έβερτ Σπυρίδων


Μια ημέρα αποφασίσαμε να πάμε εκδρομή με το σχολείο στο μουσείο. Το μουσείο που θα επισκεπτόμασταν ήταν μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένος γιατί θα βλέπαμε οστά από δεινοσαύρους και βαλσαμωμένα ζώα, όπως πιθήκους, λιοντάρια, αράχνες και πολλά άλλα.
Ήταν απόγευμα όταν φτάσαμε στο μουσείο και ήμασταν το τελευταίο γκρουπ. Καθώς παρακολουθούσαμε τα διάφορα ζώα, ένας πίθηκος μου έκλεισε το μάτι, εγώ όμως νόμιζα ότι ήταν η ιδέα μου.
Παρακάτω συναντήσαμε τους επιβλητικούς δεινόσαυρους. Ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και ακούσαμε κάποια βρυχητά. Τότε βγάλαμε από τις τσέπες μας τα κινητά, ανοίξαμε τους φακούς και είδαμε ότι οι δεινόσαυροι μας κυνηγούσαν. Εμείς αρχίσαμε να τρέχουμε τρομαγμένοι και προσπαθήσαμε να κρυφτούμε όπου μπορούσαμε. Ευτυχώς για καλή μας τύχη εμφανίστηκαν οι πίθηκοι και μονομάχησαν με τους δεινόσαυρους και τους νίκησαν.
Ξαφνικά τα φώτα άνοιξαν και βρεθήκαμε μπροστά σε γιγαντοοθόνες. Βρισκόμασταν σε μια διαδραστική αίθουσα. Τα συναισθήματα ήταν υπέροχα και μου άρεσε αυτή η εμπειρία.



Αναζητώντας   τις χαμένες Καρυάτιδες
Ζούμπου Φαίδρα-Αγγελική 


Ένα φθινοπωρινό απόγευμα,καθώς ήθελα να χαλαρώσω από την πολυκοσμία του κέντρου και τις ενοχλητικές φωνές των περαστικών,βάδιζα ολομόναχη  σε απόμερους πεζόδρομους της Αθήνας.Καθώς περπατούσα αμέριμνη,συνέβη κάτι το απροσδόκητο.
Έτρεξα αμέσως, για να δω για ποιο λόγο είχε μαζευτεί τόσος κόσμος.Έπειτα από λίγα λεπτά, εφόσον έφτασα έξω από την είσοδο του Μουσείoυ της Ακρόπολης,ξαφνιάστηκα,καθώς διάβαζα την ανακοίνωση πολύ προσεκτικά.Τότε κατάλαβα σε τι οφειλόταν  η τόση πολυκοσμία. Χάθηκε μια Καρυάτιδα! Δεν μπορούσα να το πιστέψω.Ήθελα να κάνω κάτι, αλλά δεν ήξερα τι και με ποιον.Ενώ ήμουν αποφασισμένη να τα παρατήσω, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής,ξαφνικά αντίκρισα  μπροστά μου,μία παλιά  παιδική μου φίλη,την Κατερίνα.Χάρηκα τόσο πολύ,που για ένα λεπτό,τα ξέχασα όλα  αγκαλιάζοντας την σφιχτά.Την ενημέρωσα σύντομα για το συμβάν στο μουσείο κι η χαρά μου κορυφώθηκε,όταν μου ανέφερε πως και η ίδια ήθελε να βοηθήσει με κάποιον τρόπο. Ήρθε η ώρα να δράσω μαζί με την καλύτερη βοηθό που θα μπορούσα να είχα!!
Την επόμενη μέρα, συναντηθήκαμε έξω από την είσοδο του μουσείου,ώστε να καταφέρουμε να μπούμε και να συλλέξουμε στοιχεία.Ήταν μεσημέρι και ο κόσμος είχε αρχίσει να λιγοστεύει,κάτι σπάνιο διότι όλα τα εκθέματα του μουσείου και κυρίως τα αγάλματα, σε μεταφέρουν σε μια άλλη εποχή. Είναι μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού.Για ώρες προσπαθούσαμε να συλλέξουμε πληροφορίες από τον χώρο της κλοπής αλλά και από τους ίδιους τους υπεύθυνους. Η ώρα ήταν 8 και σε λίγα λεπτά το μουσείο θα έκλεινε. Εμείς παρ’ όλα αυτά συνεχίζαμε ασταμάτητα την έρευνα μας. Έπειτα από λίγο έφτασε η ώρα της αποχώρησης μας, όμως συνέβη  κάτι που δεν το περιμέναμε.Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Κλειδωθήκαμε! Μάλλον δεν θα μας πρόσεξε κανείς,διότι ήμασταν αφοσιωμένες στην έρευνα. Παρά τον πανικό και τον φόβο που μας είχε καταβάλει,το πήραμε ψύχραιμα, ξαπλώνοντας δίπλα από τα αξιοθαύμαστα γλυπτά του Παρθενώνα. Μας πήρε για λίγο ο ύπνος, αλλά μετά από κάτι δευτερόλεπτα, ακούσαμε βήματα από την διπλανή αίθουσα με τα αγάλματα της αρχαϊκής εποχής,τα οποία μου είχαν κεντρίσει αρκετά το ενδιαφέρον προηγουμένως.Ξυπνήσαμε αμέσως, η καρδιά μου κτύπαγε τόσο δυνατά που κόντεψε να σπάσει. Μόλις ο  ήχος σταμάτησε,αποφασισμένες βγήκαμε έξω και παρατηρήσαμε πως άλλη μια Καρυάτιδα έλειπε.
Το επόμενο πρωί,έπειτα από την αναφορά μας στους υπεύθυνους του μουσείου,αποφασίσαμε να μην συνεχίσουμε άλλο την έρευνα και να την αφήσουμε στους ειδικούς.Στον δρόμο μας,καθώς κοιτάγαμε γύρω μας για να ξεχάσουμε τι είχε συμβεί,είδαμε κάτι και  νομίζαμε πως ονειρευόμασταν.Σε ένα παράθυρο μιας μονοκατοικίας, αντικρίσαμε δύο αγάλματα .Τότε πλησιάσαμε και μπήκαμε μέσα.Ήταν οι δύο χαμένες Καρυάτιδες.Πήγαμε να καλέσουμε την αστυνομία, αλλά εκείνη την στιγμή ο κύριος μας σταμάτησε,λέγοντας μας μια συγκινητική ιστορία.Μας ανέφερε,πως πριν 10 ολόκληρα χρόνια,η κόρη του και η γυναίκα του έφυγαν από την ζωή. Αυτό όμως που θα θυμάται για πάντα,είναι πως είχανε μια ομοιότητα με τις Καρυάτιδες και για αυτό τις ήθελε, για να του θυμίζουν όλες τις ωραίες στιγμές που πέρναγαν μαζί.Εμείς δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, και μάλλον οφείλεται στην συγκίνηση που μας είχε προκαλέσει.
Ο κύριος Μάριος, όπως λεγόταν,τελικά τις επέστρεψε στο μουσείο, επειδή κατάλαβε πως τις σημαντικότερες αναμνήσεις στην ζωή δεν τις θυμάσαι από άψυχα αντικείμενα αλλά είναι στις σκέψεις μας,οι οποίες δεν σβήνουν ποτέ….





Περιπέτεια στο Μουσείο
Καββουσανός Εμμανουήλ

Περίμενα με αγωνία να ξημερώσει η μέρα, για την εκδρομή στο Μουσείο. Αγαπώ πολύ τα ζώα! Αυτή τη φορά όμως, θα είχα την ευκαιρία να δω ζώα σπάνια, που έχουν εξαφανιστεί.
Μπήκαμε με σειρές τακτοποιημένες στο λεωφορείο και ξεκινήσαμε. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη. Συζητούσα με το φίλο μου τον Κώστα. Ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε. Σύντομα, βρεθήκαμε στο Ζωολογικό Μουσείο στην Πανεπιστημιούπολη.
Στην είσοδο η εικόνα ήταν καθηλωτική. Φαινόταν η στιγμή της επίθεσης ενός τα-ριχευμένου λιονταριού σε μια ζέβρα. Ήταν τόσο όμορφη η εικόνα. Έμοιαζε σχεδόν αληθινή. Μείναμε ώρα να την θαυμάζουμε.
Ακολουθήσαμε με προσοχή την ξεναγό, η οποία μας έδινε πληροφορίες για τα εκ-θέματα. Κάποια ζώα, όπως ο λύγκας από την Πάρνηθα, το ελάφι από τη Δυτική Ατ-τική και ο γυπαετός από τον Παρνασσό, έχουν πια εξαφανιστεί! Πόση θλίψη πλημ-μύρισε την καρδιά μου στην σκέψη αυτή!
Προχωρώντας, είδαμε και θαυμάσαμε πτηνά, αμφίβια, ερπετά, ζώα της θάλασσας, έντομα. Έμοιαζαν εντυπωσιακά! Τα παρατηρούσαμε με προσοχή και ενδιαφέρον, χωρίς να αγγίζουμε τα μεγάλα γυάλινα κουτιά και τα βάζα που ήταν φυλαγμένα.
Από την αγκαλιά της φύσης που ζούσαν ανέμελα, τώρα βρέθηκαν κλεισμένα, φυ-λακισμένα στου χρόνου το πέρασμα. Μια βαριά, ασήκωτη στεναχώρια ένιωσα μέσα μου. Τι κρίμα! Τη θέση της όμως, πήρε και πάλι η χαρά, η ανακούφιση, ότι υπάρχουν εδώ, σε τούτο τον όμορφο χώρο του Μουσείου και θα έχουν την ευκαιρία χιλιάδες άνθρωποι να τα θαυμάσουν.
Στεκόμουν σε καθετί που μου έκανε εντύπωση και το περιεργαζόμουν. Ύστερα, έκλεινα την εικόνα στη σκέψη μου για πάντα, αποθανατίζοντάς την με μια φωτογρα-φία. «Εμμανουήλ μην αργείς. Προχωράμε.», άκουσα τη φωνή της καθηγήτριάς μου, καθώς προσπαθούσε να με κάνει να ακολουθήσω την ομάδα.
Έμπαινα, έβγαινα στους στενούς διαδρόμους πίσω από τα ταριχευμένα ζώα, τρα-βώντας όσο περισσότερες φωτογραφίες μπορούσα. Η ώρα περνούσε κι εγώ, έμεινα πίσω. Στεκόμουν στη μέση περίπου της τεράστιας αίθουσας κοιτάζοντας σαν μαγεμέ-νος. Έμοιαζα λες και βρισκόμουν σε άλλο πλανήτη.
Έριξα μια βιαστική ματιά στο ρολόι μου. Ήταν 11.30’. Η ξενάγηση θα τελείωνε 11.00. Πάγωσα! Κοίταξα πίσω μου και δεν είδα κανέναν από τους συμμαθητές μου. «Μα που πήγαν όλοι;» αναρωτήθηκα.
Άρχισα να τρέχω προς την έξοδο, με δυο φτερά στους ώμους για να προλάβω. Τα ταριχευμένα ζώα, έμοιαζαν σαν να με κοιτούσαν απορημένα. Σαν να μου έλεγαν να μείνω λίγο ακόμη συντροφιά τους.
Επιτέλους! Έφτασα στο σημείο συνάντησης. Όλοι βρίσκονταν εκεί, έτοιμοι για αναχώρηση. Πώς θα έφευγαν όμως χωρίς εμένα; Η καθηγήτριά μου σε έξαλλη κατά-σταση έψαχνε τριγύρω να με βρει. «Εμμανουήλ μας δημιούργησες μεγάλη περιπέ-τεια. Σε ψάχνουμε ώρα» είπε με αυστηρό ύφος. «Συγγνώμη! Το μουσείο, μου πήρε το μυαλό» απάντησα χαλαρός. Όλοι γέλασαν δυνατά και αμέσως, πήραμε το δρόμο του γυρισμού.


Μια περιπέτεια στο μουσείο
Καραγεώργος Παναγιώτης


Κάποια γεγονότα μπορεί να συμβούν εκεί που δεν τα περιμένεις. Δύο παιδιά η Ερμιόνη και ο Κωνσταντίνος , ηλικίας δεκαοχτώ ετών αντίστοιχα πήραν μέρος σε ένα διαγωνισμό φυσικής . Ήταν το πρώτο «Φεστιβάλ» φυσικής που διοργάνωσε το Λύκειο Μυτιλήνης  και το έπαθλο θα ήταν μια ξενάγηση στο  Μουσείο Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου. Τα παιδιά είχαν  φτιάξει ένα πείραμα  για το πώς δημιουργείται η ηφαιστειακή Λάβα ,όπου πήραν το πρώτο βραβείο.
Ξεκίνησαν λοιπόν την επόμενη μέρα το μεσημέρι για να επισκεφτούν το μουσείο . Εκεί τους περίμεναν,  ο Καθηγητής της φυσικής του Λυκείου   και ο παλαιοντολόγος που θα έκανε την ξενάγηση . Οι υπεύθυνοι του μουσείου τους καλωσόρισαν και τους οδήγησαν  στην πρώτη αίθουσα όπου παρουσιάζονται σπάνια φυτικά απολιθώματα με τις ονομασίες τους. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν και ειδικά όταν ο παλαιοντολόγος τους μίλησε για την σπανιότητα και την μεγάλη επιστημονική αξία των φυσικών απολιθωμάτων, τα οποία περιέχουν πληροφορίες τόσο για τα ηφαιστειακά πετρώματα, όσο και για την γεωλογική εξέλιξη της περιοχής.
Στην επόμενη αίθουσα του σύγχρονου μουσείου τα παιδιά αντίκρισαν μακέτες ηφαιστείων καθώς και τεράστιους κορμούς δέντρων  εκεί  προβλήθηκαν  τα γεωλογικά φαινόμενα και οι διεργασίες που συνδέονται με τη δημιουργία του Απολιθωμένου Δάσους   .  Τα   παιδιά προχωρούσαν με περιέργεια  καθώς  είδαν ένα δεινοθηρίο βαλσαμωμένο.
« Το απολίθωμα ανήκει σε προγονική μορφή προβοσκιδωτού» είπε ο παλαιοντολόγος .
 Τότε ακούστηκε ένα μεγάλο βουητό!
 «Τι  ήχος είναι αυτός:» , είπε η Ερμιόνη .
«Τίποτα σπουδαίο», τους καθησύχασε ο καθηγητής.
Όταν τα παιδιά βρέθηκαν στην αίθουσα οπτικοαουστικών μέσων του Μουσείου έμαθαν αρκετά πράγματα για τη δημιουργία του, τη
μοναδικότητα του δάσους καθώς και για τα είδη των φυτών που βρέθηκαν απολιθωμένα.
Η Ερμιόνη όμως, είχε συνέχεια στο μυαλό της τη βοή που άκουσε και ήταν ανήσυχη τρίβοντας  τα χέρια της από το αγχος.
Ύστερα  ανέβηκαν στην αίθουσα του σεισμού κάθισαν στα θρανία και τότε πραγματικά άρχισε να κουνιέται όλο το Μουσείο .
Ήταν αληθινός σεισμός !
«Με προσοχή βγείτε από την έξοδο κινδύνου»,  ακούστηκε μια φωνή από τα μεγάφωνα.
Τα παιδιά έτρεξαν προς την έξοδο όμως  εκείνη την ώρα ένας κορμός δέντρου κόπηκε στα δύο.
“Προσοχή» φώναξαν όλοι.
Ο Κωνσταντίνος κοντοστάθηκε και ανάμεσα στη σχισμή του κορμού αντίκρισε ένα καλοδιατηρημένο έντομο ηλικίας πολλών εκατομμυρίων ετών που ήταν έγκλειστο μέσα σε απολιθωμένο κεχριμπάρι.
Το πήρε και το παρέδωσε στον υπεύθυνο του μουσείου που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή δίπλα του. Αφού τον ευχαρίστησε τον διαβεβαίωσε ότι σύντομα θα γίνει έρευνα να διαπιστωθεί η ηλικία και το είδος του ευρήματος.
Ο σεισμός είχε σταματήσει. Έπρεπε να επιστρέψουν σπίτι τους.
 Τα παιδιά με τον καθηγητή  περπάτησαν αρκετά και έφτασαν στην άκρη του απολιθωμένου δασους.
Άρχιζε να βραδιάζει, τα νερά της θάλασσας έβγαζαν περίεργους ήχους , Τα παιδιά κοίταξαν στον ουρανό και είδαν έναν αστερισμό.
 «Είναι ο αστερισμός  της λύρας του Ορφέα σύμφωνα με τον θρύλο», είπε  ή Ερμιόνη.
« Κάτι παράξενο συμβαίνει» , απάντησε ο καθηγητής.
Ο Καθηγητής  κάλεσε το λιμενικό σώμα για βοήθεια.
Την επόμενη μέρα ο διευθυντής του μουσείου βράβευσε τα παιδιά για την ανακάλυψή τους και τους δώρισε κάρτες ελεύθερης εισόδου  !


Ο Ποντικομικρούλης και ο Τζακ ο τυφλοπόντικας
 Καραγιάννη Ραφαηλία- Μαρία


Καλησπέρα σας! Σήμερα θα σας διηγηθώ μια ιστορία που συνέβη το 1900 μ.Χ. Οι ήρωές μας είναι ένα μικρό ποντικάκι μαζί με τον φίλο του, τον τυφλοπόντικα. Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε.
Σε μια πόλη της Ιταλίας, στη Φλωρεντία, ζούσε ο Ποντικομικρούλης μαζί με τον φίλο του, τον Τζακ τον τυφλοπόντικα. Ο φίλος μας το ποντίκι ήθελε να μορφωθεί και να πάει στο πανεπιστήμιο, να μάθει πράγματα για την αρχαιότητα και τη μυθολογία. Είχε πάει σε πολλά μουσεία, αλλά αυτό που του είχε κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το αρχαιολογικό μουσείο της Φλωρεντίας. Αντίθετα, στον Τζακ δεν άρεσαν τα μουσεία αλλά πάντα βοηθούσε τον Ποντικομικρούλη, αφού ήταν φίλοι.
Μια νύχτα ο ποντικός και ο τυφλοπόντικας αποφάσισαν να πάνε στο μουσείο και μπήκαν από την ταράτσα μέσα στο κτήριο. Βγήκαν κατευθείαν στον δεύτερο όροφο, όπου υπήρχαν εκεί χάλκινα αγάλματα και αγγεία. Ο Ποντικομικρούλης τα θαύμαζε για ώρες, μέχρι που είδε το Αγγείο Φρανσουά, το οποίο του έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση! Είχε πάνω του σκηνές από τη μυθολογία και ήταν μέσα σε μια προθήκη. Ο Ποντικομικρούλης προσπάθησε να το αγγίξει μέχρι που άνοιξε το παράθυρο με τον αέρα και ακούστηκε ένας ήχος. Οι δυο ήρωές μας, έστριψαν το βλέμμα τους για ένα δευτερόλεπτο στο παράθυρο και γυρνώντας βρήκαν το αγγείο σπασμένο.
- Ωχ! Ποντικομικρούλη, τι έγινε;
- Κοίτα! Έσπασε το αγγείο! Τι θα κάνουμε;
- Όπως και να ‘χει, πρέπει να το ξανακολλήσουμε.
- Εντάξει, έχεις κόλλα;
- Γιατί να έχω μαζί μου κόλλα; Δεν το ήξερα ότι θα σπάσει. Πώς θα το κολλήσουμε τώρα;
- Ηρέμησε, ηρέμησε, όλα καλά θα πάνε, μην ανησυχείς.
- Εντάξει, ας προσπαθήσουμε να το κολλήσουμε όπως μπορούμε.
- Ωραία.
- Άμα δεν μπορέσουμε;
- Θα προσπαθήσουμε σαν ομάδα.
Τα δυο ζωάκια μάταια προσπαθούσαν να το φτιάξουν, είχαν περάσει πολλές ώρες. Καθώς το έφτιαχναν άκουσαν ένα θόρυβο, αλλά δεν έδωσαν πολλή σημασία. Ο θόρυβος ξανακούστηκε, ο Τζακ τρομοκρατήθηκε.
- Έι Ποντικομικρούλη, το άκουσες αυτό;
- Ο αέρας θα ήταν πάλι.
- Αφού το κλείσαμε το παράθυρο.
- Ωχ, ναι, σωστά.
- Αλτ, Ποιος είναι εκεί; (ακούστηκε μια δυνατή φωνή)
- Ωχ, Τζακ μας πιάσανε, πάμε να φύγουμε.
- Μα, το αγγείο;
- Άστο το αγγείο, Τρέχα!
Το επόμενο πρωί, το έγραφαν όλες οι εφημερίδες. Όλοι κατηγόρησαν το φύλακα, είπαν ότι οργίστηκε και έσπασε το Αγγείο Φρανσουά, αλλά αυτό δεν ήταν η πραγματική αλήθεια. Η αλήθεια ήταν άλλη. Ο Τζακ, όταν άκουσε το θόρυβο από το παράθυρο φοβήθηκε τόσο πολύ που καταλάθος τινάχτηκε, ακούμπησε την προθήκη, αυτή γλίστρησε και το αγγείο έσπασε. Το αγγείο αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι πολλοί λένε ότι θα μπορούσαμε και μόνο με αυτό να ξέρουμε πολλά πράγματα για την ελληνική μυθολογία. 

Μόνη στο… μουσείο
Αριάδνη Καραμεσίνη

   Όταν ο φύλακας έκλεισε την πόρτα του μουσείου, ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και όλα πάγωσαν γύρω μου. Λέω από μέσα μου: 
«Δεν είναι αυτό που σκέφτεσαι, κάτι θα έγινε και οι γονείς θα ψάξουν να σε βρουν.»
 Όσο όμως πέρναγε η ώρα τόσο περισσότερο πειθόμουν με την ιδέα του ότι είχα κλειστεί στο μουσείο, σε ένα μουσείο που είχα περπατήσει και εξερευνήσει ελάχιστα, σε ένα μουσείο που δεν είχα περάσει παρά μόνο ένα Σαββατιάτικο πρωινό, σε ένα μουσείο που είχα ξεναγηθεί σε έναν δύο ορόφους, στο ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.
     Κλεισμένη στο μουσείο. Πρώτη σκέψη ήταν να βρω αν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Ματαιοπονούσα όμως καθώς όλες οι πόρτες είχαν διπλά και τριπλά λουκέτα. Το μουσείο διέθετε πίνακες τεράστιας αξίας. Επόμενο βήμα; Το μπαρ του μουσείου, που αν και κλειστό είχε μεγάλα αποθέματα φαγητών και ποτών. Εκεί απόλαυσα ένα πανέμορφο, χορταστικό, μεσημεριανό γεύμα. Οι μέρες περνούσαν όμως και, αφού κανείς δεν με είχε ψάξει, σκέφτηκα πως το να κλειστεί κανείς σε μουσείο δεν συμβαίνει και κάθε μέρα. Έτσι αξιοποίησα την ευκαιρία που μου είχε δοθεί και έκανα βόλτες.
     Μια μέρα όμως συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Ξύπνησα και δεν ήμουν μόνη. Πρώτα άκουσα μια πολύ λεπτή φωνή να μου μιλά. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν κοριτσίστικη και ντροπαλή. Γύρισα πίσω μου και αυτό που είδα… Δεν πίστευα στα μάτια μου. Όλοι έχουμε δει ταινίες που υπερφυσικά πράγματα συμβαίνουν, αλλά εκθέματα να ζωντανεύουν; Ποτέ. Της μίλησα και εγώ. Μετά μου είπε το όνομά της:
«Μικρή χορεύτρια δεκατεσσάρων ετών, με έφτιαξε ο Εντγκάρ Ντεγκά πριν από εκατό χρόνια. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ; Αφού δεν είσαι γλυπτό ούτε πίνακας» με ρώτησε.
 Της τα εξήγησα όλα. Λέξη προς λέξη. «Θα ήθελες να σου κάνω μια ξενάγηση;» με ρώτησε. «Τα έχω δει τα εκθέματα, τα ξέρω καλά!» της απάντησα.
Με κοίταξε και γέλασε. Έπειτα μου είπε: «Την ξενάγηση που εννοώ, δεν την έχεις κάνει. Είναι κάτι σαν ταξίδι στο χρόνο. Θα πάμε πίσω και θα ανακαλύψουμε ζωγράφους πολλούς, την ιστορία των πινάκων, άλλες εποχές. Τι λες;» με ρώτησε.
Στην αρχή δίστασα. Δεν ήταν ότι φοβόμουν. Ταξίδια είχα πάει. Πολλά μάλιστα, αλλά ταξίδια στο χρόνο; Ποτέ. Όμως μετά σκέφτηκα, μία εμπειρία είναι και αυτή. Μου είπε λοιπόν να επιλέξω τον πίνακα με το οποίο θα ήθελα να ξεκινήσουμε. Της απάντησα: «Θα ξεκινήσω με τον  πίνακα Η πασιέντζα.»
Ξαφνικά βρισκόμασταν μέσα στον πίνακα. Είχε περίτεχνα σχέδια και πολλά, πολλά χρώματα – κυρίως μουντά. Κάπως έτσι εξερευνήσαμε πολλούς πίνακες, όπως τη Θεία μορφή του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, Τη συγκομιδή της ελιάς του Βαν Γκογκ, το Περιμένοντας του Παύλου Σάμιου, τη Ρήξη IX του Ντίκου Βυζάντιου και άλλους πολλούς. Μάθαμε πολλά πράγματα γι’ αυτούς και τις ιστορίες που κρύβουν.

  Δυστυχώς ή ευτυχώς οι ωραίες στιγμές κάποτε τελειώνουν. Έτσι έμελλε κι αυτή. Άλλες τελειώνουν όταν φεύγουμε από κάπου και άλλες τελειώνουν όταν τελειώνει κάτι. Η συγκεκριμένη τελείωσε όταν το ξυπνητήρι χτύπησε. Ήταν ώρα για το σχολείο.




Μια περιπέτεια στο μουσείο
Η περιπέτεια του Αποστόλη
Σπύρος Καραχάλιος


Στον Αποστόλη άρεσε πολύ η ιστορία. Όλες τις ερωτήσεις που του έβαζε ο δάσκαλος στο σχολείο, τις απαντούσε σε πέντε λεπτά και μάλιστα με πολλές λεπτομέρειες. Ήτανε μαθητής στην τετάρτη δημοτικού και διάβαζε πολύ.
Μια μέρα οι γονείς του είπαν ότι θα πάνε βόλτα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Μόλις έφτασε η μέρα, ο Αποστόλης ετοιμάστηκε με ενθουσιασμό. Μαζί με τους γονείς του ξεκίνησαν για το κέντρο της πόλης.
Μέσα στο Μουσείο είδε πολλά αρχαία αγάλματα. Δεν ήξερε από ποιο να πρωτοταρχίσει.. Εντυπωσιάστηκε από τα  αγγεία και μάλιστα από ένα μεγάλο που δεν είχε επάνω του ζωγραφιές, παρά μόνο μια κίτρινη ταινία. Το ονόμασε «το αδιακόσμητο αγγείο.»  
Η ώρα περνούσε. Ο Αποστόλης ήθελε να μείνει κι άλλο.. Μέχρι που άρχισε να νυχτώνει. Τότε συνειδητοποίησε ότι ξέχασε το καπέλο του. Γύρισε πίσω, χωρίς να ρωτήσει κανέναν..Ξαφνικά, οι φύλακες έκλεισαν τις πόρτες, κλειδώνοντάς τον μέσα.
Ξαφνικά, άσπρος καπνός άρχισε να βγαίνει από το «αδιακόσμητο αγγείο.» Πλησίασε και έβαλε το χέρι του μέσα… Πουφ… Ο Αποστόλης έπεφτε .. όλο έπεφτε… Μέχρι  που τα χέρια του ακούμπησαν σε γρασίδι..  
Μόλις σήκωσε του κεφάλι του, είδε μια περίπολο στρατιωτών.
-Μα, τι στρατιώτες ήταν εκείνοι !  Σα να είχαν   ξεγλιστρήσει  μέσα  από το βιβλίο της ιστορίας του : ήταν όλοι ψηλοί, μεγαλόσωμοι και γυμνα-σμένοι.
Στο πρόσωπο είχαν γένια. Φορούσαν ένα κόκκινο ιμάτιο σφιχτά τυλιγμένο στο σώμα και μια ψηλή περικεφαλαία με κόκκινο λοφίο.




            Ανέβηκε σε ένα δέντρο, γιατί φοβήθηκε μήπως τον αιχμαλωτίσουν..
-Βρίσκομαι στην αρχαία Ελλάδα, αναφώνησε. Σε ποια πόλη όμως ; Στην ένδοξη Αθήνα ή στη θαρραλέα Σπάρτη ή σε κάποια άλλη πόλη από αυτές που είχε δει στο βιβλίο της ιστορίας..
Κατέβηκε και πήγε στο πρώτο σπίτι που συνάντησε για να μάθει πού βρισκόταν. Οι ιδιοκτήτες του απάντησαν  :
-Σπάρτη ! Κάρνεια, της 28ης Ολυμπιάδας.. Αλλά τι παράξενα ρούχα που φοράς..
Ο Αποστόλης αποσβολωμένος κοίταξε γύρω του. Ψηλά σε κάτι αναχώματα έξω από την πόλη, είδε ομάδες στρατιωτών μαζί με τον αρχηγό τους. Άκουσε τότε μια φωνή : «Βασιλιά μου, πρέπει να είμαστε στις Θερμοπύλες έως μεθαύριο, αλλιώς οι Πέρσες θα μας προλάβουν..»
-Αυτός είναι ο Λεωνίδας!, σκέφτηκε με θαυμασμό.. 
Τον πλησίασε και του είπε για τη μάχη : πως θα σκοτωθεί αυτός και οι άντρες του από τους Πέρσες, που θα τους κυκλώσουν. Ο Λεωνίδας του απάντησε ότι θα πεθάνουν για την πατρίδα τους.. 
Έβλεπε  όλους  εκείνους  τους άντρες παραταγμένους, έτοιμους για 
μάχες  ηρωικές… Κι ύστερα,   οι άγριες φωνές, ο θόρυβος από τα σπαθιά που  χτυ-πούσαν με δύναμη, «στρατιώτες που έμειναν να πολεμούν με χέρια και με δόντια..» Μέχρι το πρωί ήταν όλοι πεσμένοι ηρωικά στο πεδίο της μάχης..


Ο Αποστόλης κοιτούσε σοκαρισμένος.. Ξαφνικά, μια σκόνη άρχισε να τον τυλίγει… και πουφ… γύρω γύρω …. ξαναγύρισε πίσω στο Μουσείο.
-Αποστόλη, φώναζαν όλοι. Γύρω από το κεφάλι του ήταν μαζεμένοι η μητέρα, ο  πατέρας, η  αστυνομία που κάλεσαν όταν κατάλαβαν πως δεν τους ακολουθεί. Όλοι πίστευαν πως ήταν χαρούμενος που ξαναβρέθηκε.. Εκείνος όμως όχι.. Δάκρυα ζεστά κυλούσαν στα κατακόκκινα μάγουλά του, για τον γενναίο Λεωνίδα...
-Τι έκανες, παιδί μου τόσες ώρες μέσα; Σε ακούγαμε που μιλούσες..
-Έζησα μια περιπέτεια !...

  


Για τους υπόλοιπους Έλληνες, ο Ηρόδοτος γράφει:
Σ' εκείνο τον χώρο όσους είχαν ακόμη ξίφη και τους άλλους που με χέρια και με δόντια πολεμούσαν τους σκότωσαν οι βάρβαροι τοξεύοντάς τους, αφού κατέστρεψαν το τείχος (ἐν τούτῳ σφέας τῷ χώρῳ ἀλεξομένους μαχαίρῃσι, τοῖσι αὐτῶν ἐτύγχανον ἔτι περιεοῦσαι, καὶ χερσὶ καὶ στόμασι κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες...τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος συγχώσαντες)
(Ηρόδοτος, Πολύμνια, 225)


Μια περιπέτεια στο Μουσείο
Κοτοπούλου Αποστολία


Η Τρίτη φορά που πήγα στο Μουσείο της Ακρόπολης δεν ήταν σαν τις άλλες φορές που έβλεπα αγάλματα, λίθους και αρχαία γλυπτά…. Ήταν μια Περιπέτεια στο Μουσείο!
Όταν φτάσαμε με τους γονείς μου κοιτάζαμε τα αρχαία εκθέματα, αλλά εγώ βιαζόμουν να φτάσω γρήγορα στις Καρυάτιδες Κόρες που πάντα με εντυπωσίαζαν. Ήταν όμορφες μα, έλειπε μία, γιατί την είχε αρπάξει ένας Άγγλος, «ο Άγγλος λόρδος Έλγιν».
 Συνεχίσαμε να περπατάμε, μόλις άρχισε η γη να κουνιέται…. Έγινε σεισμός… όλοι έτρεχαν να σωθούν, αρχαία ευρήματα έπεφταν, αλλά οι πιο πολλές φωνές ακούγονταν στον χώρο που ήταν οι Καρυάτιδες. Τρέξαμε προς τα εκεί γιατί ακούγαμε να φωνάζουν «Ήρθε! Ήρθε!». Και ξαφνικά ησυχία και ηρεμία. Η Καρυάτιδα που έλειπε ήταν εκεί… Στη θέση της, μαζί με τις πέντε αδερφές της!!!
Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά μου, τι αγαλλίαση ένιωσα. Μακάρι αυτή η περιπέτεια να γίνει αληθινή!



Μια περιπετειώδης περιήγηση στο αρχαιολογικό μουσείο του Ναυπλίου
 Κουγιά Ελένη 

Μετά την έναρξη των μαθημάτων από τις διακοπές των Χριστουγέννων, η δασκάλα μας μας ανακοίνωσε για μια εκπαιδευτική εκδρομή που θα πραγματοποιούνταν στο αρχαιολογικό μουσείο Ναυπλίου.
Την ημέρα της εκδρομής συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο του σχολείου μας που βρίσκεται στο Ναύπλιο και αφού η δασκάλα μας έδωσε οδηγίες για την επίσκεψή μας, ξεκινήσαμε για τον αρχαιολογικό χώρο.
Περπατήσαμε αρκετά ώσπου φτάσαμε στην πλατεία Συντάγματος όπου βρίσκεται το μουσείο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως θα περάσουμε μια ευχάριστη ημέρα!
Το αρχαιολογικό μουσείο είναι ένα λιθόκτιστο κτίριο που χτίστηκε την περίοδο της Ενετοκρατίας το 1713. Είναι ψηλό και παλαιό κτίριο και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Έχει δύο ορόφους εκθέτοντας ευρήματα των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων . Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε πως στην είσοδο υπήρχε μια ράμπα οπού μπορούσαν να ανεβούν και στο δεύτερο όροφο άτομα με κινητικά προβλήματα.
Ύστερα από λίγα λεπτά , ήρθε ο ξεναγός, μας καλωσόρισε και ξεκίνησε η περιήγησή μας στο μουσείο.
Στην έκθεση παρατηρήσαμε λίθινα εργαλεία, οστά ζώων και ψαριών, κοσμήματα από οστό και λίθο, επίσης είδαμε τα πρώτα χειροποίητα νεολιθικά αγγεία από πηλό καθώς και σφραγίδες από λίθο και πηλό και πολλά άλλα ευρήματα. Ξεχωριστή εντύπωση μας έκανε η χάλκινη πανοπλία από το μυκηναϊκό νεκροταφείο των Δενδρών και το περίφημο χάλκινο κράνος. Όλοι μας παρατηρούσαμε το έκθεμα με θαυμασμό!
Μετά η δασκάλα μας είπε να περιηγηθούμε μόνοι μας στο μουσείο, ώστε να ξαναδούμε ποιό έκθεμα μας άρεσε περισσότερο, γιατί την επόμενη μέρα θα γράφαμε έκθεση.
Μαζί με τέσσερις φίλους μου ξεκινήσαμε την περιήγησή μόνοι μας. Περνώντας τους διαδρόμους παρατηρήσαμε ένα έκθεμα που δεν το είχαμε προσέξει προηγουμένως. Ήταν μια παλιά χρονομηχανή με εντυπωσιακά χρώματα. Με μεγάλη περιέργεια πλησιάσαμε και ο Γιάννης πάτησε το χρονοδιακόπτη και χωρίς να καταλάβουμε βρεθήκαμε σε μια άλλη διάσταση.
Στην αρχή υπήρχε σκοτάδι. Όμως στη συνέχεια αισθανθήκαμε μια έντονη λάμψη και νιώσαμε ένα δυνατό ταρακούνημα . Όλοι μας τρομάξαμε φωνάζοντας δυνατά , καθώς συνειδητοποιήσαμε ότι βρισκόμασταν σε μια άλλη χρονική στιγμή.
Βρεθήκαμε στην παλάμη ενός τεράστιου πλάσματος , το οποίο άρχισε να κινείται . Δεν ήταν το μοναδικό , υπήρχαν πολλά τέτοια πλάσματα εκεί. Είδαμε τεράστια σπίτια και πανύψηλους ουρανοξύστες . Παντού υπήρχαν ιπτάμενα αυτοκίνητα. Στους δρόμους βρίσκονταν τεράστιες οθόνες. Βλέπαμε αυτά τα πλάσματα να εκτελούν οικιακές εργασίες εντός των σπιτιών τους και διάφορες εργασίες στα κτήματα τους . Έμοιαζαν λίγο με ανθρώπους αλλά ήταν τεράστια σε μέγεθος.
Ξαφνικά αυτό το πλάσμα μας άφησε στο έδαφος. Καθίσαμε στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού και αρχίσαμε τρομαγμένοι να συζητάμε για το τι μπορεί να ήταν όλα αυτά που είδαμε.
Το συμπέρασμα που βγάλαμε ήταν ό,τι αυτά τα περίεργα πλάσματα ήταν ρομπότ και πως βρεθήκαμε πολλά χρόνια μπροστά….
Ύστερα αποφασίσαμε να φύγουμε διότι είχαμε τρομοκρατηθεί από τα ρομπότ. Δεν ήταν κάτι συνηθισμένο για εμάς. Επιστρέψαμε στη χρονομηχανή και ο Γιάννης πάτησε πάλι το χρονοδιακόπτη επιστρέφοντάς μας στο παρόν.
Σίγουρα μέσα από αυτή την περιπέτεια που ζήσαμε είχαμε πολλά να διηγηθούμε στη δασκάλα μας και στους συμμαθητές μας . Εύχομαι το μέλλον να είναι πιο ανθρώπινο από αυτό που ζήσαμε!!!






Περιπέτεια στο Μουσείο
 Μαλεβίτη Ανδρομάχη Πελαγία


Μια οικογένεια παέι να επισκευτεί ένα απομακρυσμένο νησί για μια εβδομάδα . Το νησί είναι όμορφο και με πολλά αξιοθέατα αλλά μια που απέναντι απο το ξενοδοχείο που μένουν υπαρχει ένα μουσείο , λένε να πάνε να το επισκευτούν πρώτο .         
            Απο όλα τα εκθέματα του μουσείου, το μάτι της Σοφίας και του Ανδρέα έπεσε πάνω σε ένα μικρό χρυσό αγαλματάκι του Δία . Σε όσες έκδρομές είχαν πάει με το σχολείο ποτέ δεν είχαν δεί κάτι τέτοιο. Δύο τουρίστες κοίταζαν επίσης το άγαλμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πολύ ώρα και ο κόσμος παραπονιόταν οτι δεν μπορούσε να δεί .
-           Παιδιά , πρέπει να φύγουμε για φαγητό . Έαν σας αρέσει πολύ το μουσείο μπορούμε να ρθούμε και αύριο . Η Σοφία και ο Ανδρέας ξεκόλλησαν τα μάτια τους απο το άγαλμα και ακολούθησαν τους γονείς τους.
Την επόμενη μέρα που πήγαν στο μουσείο τους περίμενε μια δυσάρεστη έκλπληξη. Στη θέση που ήταν πρίν το αγαλματάκι δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μια επιγραφή , <ΚΛΕΜΜΕΝΟ  , ΟΠΟΙΟΣ  ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ .Η Σοφία σκέφτηκε λιγάκι και έπειτα είπε στον αδερφο της .
-Θες να ψάξουμε εμέις για το κλεμμένο άγαλμα ?
Ο Ανδρέας που πάντα του άρεσε η περιπέτεια συμφώνησε με ενθουσιάσμο . Την νύχτα τα 2 αδέρφια δεν μπορούσαν να κοιμηθούν , συζήταγαν όλο το βράδυ για το που να πρωτοψάξουν για το κλεμμένο άγαλμα . Τελικά κατάληξαν πως ήταν καλύτερα να ψάξουν πρώτα στη χώρα . Το πρωι έιπαν στους γονείς τους πως θα πάνε ξανά στο μουσείο επειδή υπήρχαν εκθέματα που δεν είχαν δει . όντως πήγαν πρώτα στο μουσείο για να δουν αν είχαν αφήσει οι κλέφτες κάποιο στοιχείο . Εψαχναν για πολύ ώρα, όσπου ο Ανδρέας πάτησε κάτι. Σοφία ελα να δεις τι βρήκα ! Η Σοφία είδε με έκπληξη πως ο αδερφος της κράταγε ένα χαρτάκι που έλεγε ΟΔΟΣ ΜΑΝΣΤΕΡΣ 5 . Περίεργο ... Ο Ανδρέας πρότεινε  να πανε στην χώρα μήπως ξέρει κάποιος κάτι. Οταν έφτασαν στη χώρα ρώτησαν μια νέα κοπέλα με μακρυά ξανθά μαλλιά που τους είπε πως αυτή είναι μια διέυθυνση ενός εγκαταλελημένου σπίτιου στη μέση του δάσους . Είναι εύκολο να το βρείτε αλλά μη πατε , κάποιοι λενε πως είνα στοιχιωμένο , δεν είναι μέρος για μικρά παιδιά . Τα παιδια όμως ήταν αποφασισμένα .
Στον δρόμο πετάγονταν κάθε τρεις και λίγο επειδή ακουγαν περίεργους θορύβους . Μετά απο μισή ώρα έφτασαν στο σπίτι . Μπες εσύ πρώτος , εγώ φοβάμαι είπε η Σοφία . Ο Ανδρεας προχώρησε διστακτικά αλλά και σταθερά . Το σπίτι μύριζε μούχλα και όλα τα έπιπλα ήταν αραχνιασμένα . Κάτι κόκκινο έτρεχε στους τοίχους.  Αιμα είναι αυτο έιπε  η Σοφία ,μα πρίν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της ένα φάνταμα πετάχτηκε απ το πουθενά και άρχισε να φωνάζει ΦΥΓΕΤΕΕΕΕΕ .  Τα δύο παιδια έτρεξαν ουρλιάζοντας σε ένα δωμάτιο και έκλεισαν την πόρτα .Ξφνικά στους τοίχους άρχισε να σχηματιζέται η λέξη ΦΥΓΕΤΕ . Τα παιδιά έτρεξαν πανικοβλημένα σε άλλο δωμάτιο , έιχαν χάσει την έξοδο . Μόλις άνοιξαν την πόρτα, είδαν τρία τρομακτικά φαντάσματα . Η Σοφία και ο Ανδρέας δεν ξέραν απο που να φύγουν . Κοιτα Σοφία μια καταπακτή ! Τα παιδια μπήκαν μέσα και έβαλαν τον σύρτη .Το δωμάτιο αυτό δεν ήταν τρομακτικό , ήταν ένα μικρό περίεργο δωμάτμιο με απαλό φωτισμό μα  και δυο μεγαλοσωμους άνδρες . Ηταν οι δυο τουρίστες απο το μουσείο που πάταγαν κάτι κουμπιά απο υπολογιστές και γύρω τους υπήρχαν αρχαία και το άγαλμα του Δία. Τα παιδία κατάλαβαν οτι δεν υπήρχαν φαντάσματα και ότι είδανε έγιναν με ειδικα εφε . Οι κλεφτες ήθελαν να κάνουν το σπίτι στοιχιωμένο ώστε κανείς να μην πλησιάζει Δεν θα σας αφήσουμε να φύγετε τους είπαν. Η Σοφία έτρεξε αμέσως στην σοφίτα και πήρε τηλεφωνο την αστυνομία απο το κινητό της. Εχουμε βρει τους κλεφτες, είναι στο στοιχιωμένο σπίτι στο δάσος , κινδυνεύουμε . Οι κλέφτες επιασαν τον Ανδρέα , ο οποίος παρακαλούσε να τον αφήσουν . Τότε η πόρτα άνοιξε και δύο αστυνομικοί που περιπολούσαν κοντά μπήκαν μέσα . Οι αστυνόμοι επιασαν τους κλέφτες και έσωσαν τα παιδιά . Μαλιστα το μουσείο έδωσε στα παιδιά ένα αντιγραφο βυζαντινου νομισματος για ενθύμιο .

Η Σοφια και ο Ανδρεας είχαν ξεκινήσει για το μουσείο με γκρίνια , μα η μικρή τους περιπέτεια τους είχε γεμίσει με αγάπη για τα μουσεία και τις τέχνες . Μάλιστα έλεγαν πως όταν μεγαλώσουν θέλουν να γίνουν αρχαιολόγοι !




Μια ασυνήθιστη φιλία
 Μπαμπάνη Κωνσταντίνα


        Μια Κυριακή του Μάη αποφασίσαμε με την οικογένειά μου να πάμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Βέβαια  είχαμε μερικές  αμφιβολίες για το αν θα πάμε γιατί ο ουρανός φαινόταν συννεφιασμένος , αλλά τελικά πήγαμε γιατί δεν θέλαμε να μας χαλάσει την Κυριακή μας μια βροχή.                                   
       Όταν φτάσαμε στο μουσείο εμφανίστηκαν μπροστά μας δύο  ξεναγοί. Μόλις μπήκαμε μέσα μείναμε κατάπληκτοι από την τόση ομορφιά που υπήρχε στον χώρο. Κάθε αίθουσα που επισκεπτόμασταν είχε και κάτι διαφορετικό να μας αποκαλύψει για τη ζωή της αρχαίας Ελλάδας. Μου έκαναν εντύπωση τα λεπτοδουλεμένα αγάλματα και οι ακριβείς προτομές που απεικόνιζαν γνωστά άτομα της αρχαίας Ελλάδας.
     Όμως , καθώς συνεχίζαμε την ξενάγηση μας , μου τράβηξε την προσοχή ένα άγαλμα που ήταν πεσμένο κάτω και πήγα να δω γιατί ήταν έτσι. Μόλις έφτασα κοντά του μου φάνηκε ότι ήταν στενοχωρημένο και με συγκίνησε τόσο πολύ που αποφάσισα να το χαϊδέψω για να νιώσει καλύτερα. Μόλις όμως πήγα να το αγγίξω με πλησίασαν κάποιοι αγριεμένοι φυλακές και μου είπαν: «Ε, τι κάνεις εκεί;» Τα 'χασα! Δεν ήξερα τι να κάνω! Κι όσο συνέχιζαν να με κοιτάζουν έτσι, φοβήθηκα ότι θα με τιμωρήσουν για κάτι που δεν έχω κάνει! Αφού ηρέμησα λίγο, ήρθαν και οι ξεναγοί , εξηγήσαμε μαζί στους φύλακες πως το γλυπτό ήταν από πριν σε αυτήν τη θέση και ότι εγώ απλά το λυπήθηκα και το χάιδεψα. Πάλι καλά μας πίστεψαν και πήγαν στις θέσεις τους!         
          Αφού έφυγαν όλοι , εγώ έμεινα να κοιτάζω το άγαλμα γιατί μου φάνηκε ότι μου χαμογελούσε! Σε κάποια στιγμή, μάλιστα , νόμιζα ότι το άκουσα να μου μιλάει. Όταν γύρισα το κεφάλι μου αντί για ένα άγαλμα είδα μια κοπέλα! Το άγαλμα είχε ζωντανέψει! Στην αρχή ξαφνιάστηκα αλλά μόλις μου μίλησε και μου εξήγησε η κοπέλα τι συμβαίνει, χάρηκα που τελικά αυτό το άγαλμα είναι άνθρωπος και ενθουσιάστηκα με την ιστορία της. Στην πραγματικότητα την είχαν μεταμορφώσει σε άγαλμα και το μόνο που χρειαζόταν για να γίνει άνθρωπος, ήταν λίγη αγάπη. Εγώ χάρηκα τόσο πολύ που τη βοήθησαν ,που της πρότεινα να έρθει μαζί μου στο σπίτι μου . Αυτή όμως απάντησε: « Δυστυχώς η θέση μου είναι εδώ και γι' αυτό πρέπει να ξαναγίνω γρήγορα άγαλμα!» Αυτό είπε και ξαναέγινε άγαλμα! Εγώ όμως πριν φύγω από δίπλα της , της ψιθύρισα  στο αυτί πως θα ερχόμουν κάθε απόγευμα να την χαϊδεύω για να παίζουμε μαζί! Κι έτσι έγινε! Επισκεπτόμουν το μουσείο κάθε απόγευμα και παίζαμε!
          Τελικά φαίνεται πως η επίσκεψή μας στο μουσείο εκείνη την ημέρα θα μου μείνει αξέχαστη και θα με γεμίζει πάντα χαρά γιατί κατάφερα να κάνω μια ακόμη μεγάλη φιλία!!!!
      



 Μυστήριο στο Μουσείο


  Μία εκδρομή στο Μουσείο Γουλανδρή
Μαυρογιάννη Αντιόπη 


        Ήταν μία ανοιξιάτικη ημέρα και τα παιδιά ενός δημοτικού σχολείου  πήγαν μια τετραήμερη εκδρομή στο μουσείο Γουλανδρή. Όταν έφτασαν στο σταθμό μπήκαν στο σχολικό λεωφορείο και  ξεκίνησαν την εκδρομή τους με προορισμό το μουσείο. Η διαδρομή τους ήταν πολύ όμορφη. Αντίκρισαν  καταπράσινα μέρη με όμορφα και χρωματιστά λουλούδια, θάμνους και πολλά δέντρα. Πέρασαν πάνω από τα ποταμάκια με τις ωραίες γέφυρες.
      Το βράδυ εκείνης της ημέρας έφτασαν στο μουσείο. Επειδή όμως ήταν πολύ αργά πήγαν όλοι για ύπνο σε κάποια δωμάτια που είχε εκεί. Την επόμενη ημέρα ετοιμάστηκαν για ξενάγηση. Ο ξεναγός τους πριν ξεκινήσουν, τους είπε για έναν μύθο του μουσείου, ότι  στις  δώδεκα ακριβώς λένε πως τα εκθέματα του μουσείου ζωντανεύουν και κινούνται. Οι περισσότεροι λένε ότι ο μύθος δεν είναι αληθινός .  Μετά από λίγη ώρα αφού τελείωσαν και τη ξενάγηση, τα παιδιά αποφάσισαν να κάνουν ακόμη μία βόλτα στο μουσείο. Όταν βράδιασε έφαγαν το βραδινό τους και ετοιμάστηκαν να πάνε για ύπνο. Μετά από ώρες παράξενοι θόρυβοι  ακούστηκαν από το χώρο του μουσείου. Κάποια από τα  παιδιά ξύπνησαν όμως φοβήθηκαν να πάνε να δουν τι είναι. Σκέφτηκαν να φωνάξουν κάποιον δάσκαλο αλλά έπρεπε να διασχίσουν μεγάλη απόσταση για να τους ξυπνήσουν. Χωρίς άλλη επιλογή αποφάσισαν να πάνε και να δουν μόνοι τους τι συνέβαινε. Δεν πίστευαν στα μάτια τους, ο μύθος ήταν αληθινός! Οι σκελετοί δεινοσαύρων είχαν ζωντανέψει! Αλλά τα παιδιά αμέσως πρόσεξαν  ότι ένας δεινόσαυρος έκλαιγε. Ο πιο τολμηρός από την παρέα είχε το θάρρος να τον ρωτήσει γιατί στεναχωριόταν και εκείνος τους είπε πως κάποιος είχε κλέψει το παιδί του. Τα παιδιά, του είπαν ψύχραιμα ότι θα προσπαθήσουν να βοηθήσουν. Όμως δεν είχαν άλλο χρόνο για κουβέντες, είχε πάει έξι η ώρα.
         Το ίδιο πρωί τους περίμεναν άσχημα νέα. Τους είπαν ότι την επόμενη μέρα θα έφευγαν γιατί δημιουργήθηκε κάποιο πρόβλημα. Και γι’ αυτό τον λόγο θα άφηναν τα παιδιά ελεύθερα να κάνουν διάφορες δραστηριότητες που είχε το μουσείο στην μεγάλη αυλή. Τα παιδιά άρπαξαν αυτήν την ευκαιρία για να βρουν τα ίχνη του απαγωγέα . Καθώς έψαχναν, ένας βρήκε μια πατημασιά τριών δακτύλων στην άμμο που έμοιαζε με δεινόσαυρου! Αφού έφεραν και το βιβλίο που περιείχε τα εκθέματα του μουσείου, βρήκαν ποιος το πήρε, ήταν Οβιράπτορας . Το επιβεβαίωσε το καρτελάκι που έλεγε λίγα λόγια για τον δεινόσαυρο αλλά, όταν διάβασαν όλες τις πληροφορίες, απογοητεύτηκαν. Έλεγε πως οι Οβιράπτορες έτρωγαν τα αυγά άλλων δεινόσαυρων. Το ίδιο βράδυ, θόρυβοι ακούστηκαν απ’ το υπόγειο του μουσείου. Καθώς κατέβαιναν προσεκτικά, αντίκρισαν το σκελετό του Οβιράπτορα να μασουλάει το αυγό αλλά μόλις τους κατάλαβε πέταξε αμέσως το αυγό στον αέρα και έτρεξε μακριά. Ένα από τα παιδιά έτρεξε και έπιασε το αυγό λίγο πριν πέσει. Την ίδια στιγμή έτρεξαν στον δεινόσαυρο που έχασε το αυγό για να του πουν τα καλά νέα. Όταν όμως πήγαν στο κέντρο του μουσείου, έτοιμοι να πουν στον δεινόσαυρο τα ευχάριστα νέα, τον είδαν ακίνητο. Τότε αποφάσισαν να βάλουν το αυγό στην φωλιά που υπήρχε δίπλα του.
           Το επόμενο πρωί ετοιμάστηκαν και πήγαν στο λεωφορείο. Στη διαδρομή τα παιδιά κουρασμένα αλλά ευχαριστημένα για το κατόρθωμά τους αποκοιμήθηκαν μέχρι  που έφτασαν στο σχολείο.


Ένα αιγυπτιακό μυστήριο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Μυρισιώτη Θάλεια


            Ένα απόγευμα του Φλεβάρη που μας πέρασε, η μαμά μου γύρισε πολύ χαρούμενη από τη δουλειά της. Μας ανακοίνωσε ότι είχε πρόσκληση για ξενάγηση εκείνη την Κυριακή στην αιγυπτιακή συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
            Η πολυπόθητη Κυριακή έφτασε κι εγώ γεμάτη ανυπομονησία ετοιμάστηκα με τους γονείς μου για να πάμε στην ξενάγηση.  Φθάνοντας στην είσοδο του Μουσείου γνωρίσαμε την ξεναγό μας, η οποία μας οδήγησε στην αιγυπτιακή συλλογή.
            Αρχικά η ξεναγός μας μίλησε για την Άνω Αίγυπτο και την Κάτω Αίγυπτο. Μετά μας μίλησε για τον Νείλο, για τους θεούς των αρχαίων Αιγυπτίων και την καθημερινότητά τους.
            Προχωρώντας συναντήσαμε εκθέματα που έχουν βρεθεί σε τάφους. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν οι σαρκοφάγοι και κάτι μικρά δοχεία στα οποία φύλαγαν τα όργανα των νεκρών. Τότε η ξεναγός άρχισε να μας μιλάει για τον Άνουβι, τον θεό που οδηγεί τον νεκρό για το ζύγισμα της ψυχής του. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή άρχισα να ανατριχιάζω, ίσως και να φοβάμαι λιγάκι.
            Ενώ βλέπαμε όλα αυτά τα τρομακτικά αντικείμενα, κάποια στιγμή μαζί με ένα άλλο παιδί, τη Μαρία που τη γνώρισα εκεί, μείναμε λίγο πίσω. Διαβάζαμε τις επιγραφές των εκθεμάτων, όταν ακούσαμε έναν βαθύ αναστεναγμό. Κρύος ιδρώτας μας έλουσε! Πιστέψαμε και οι δύο ότι ο θόρυβος ακούστηκε μέσα από κάποια σαρκοφάγο. Από κάποια μούμια!
            Αφού συνήλθαμε λιγάκι από την αγωνία προσπαθήσαμε να καταλάβουμε από που ερχόταν ο ήχος. Περπατήσαμε ως την πιο κοντινή σαρκοφάγο και δίπλα της βρήκαμε ένα μικρό λευκό κομμάτι ύφασμα. Μήπως ήταν γάζα μούμιας; Μήπως είχε ζωντανέψει η μούμια και είχε βγει από τη σαρκοφάγο της;
            Σαν να μην έφταναν όλα αυτά αρχίσαμε να μυρίζουμε και μια περίεργη μυρωδιά που μας θύμιζε ιώδιο. Ήμασταν στα ίχνη της μούμιας!
            Αφήνοντας πίσω τους υπόλοιπους της ξενάγησης ακολουθήσαμε αυτή την περίεργη μυρωδιά. Βγαίνοντας όμως έξω από την αίθουσα η μυρωδιά χάθηκε, ενώ παρατηρήσαμε στο πάτωμα κόκκινες σταγόνες που έμοιαζαν με αίμα! Τις ακολουθήσαμε μέχρι που βγήκαμε στον εσωτερικό κήπο του Μουσείου, δίπλα στην καφετέρια και τότε αναρωτηθήκαμε τι μπορεί να γυρεύει εκεί η μούμια!
            Στον εξωτερικό χώρο υπήρχαν αρκετοί επισκέπτες. Κάποιοι θαύμαζαν ορισμένα εκθέματα, κάποιοι άλλοι έκαναν βόλτες ανάμεσα στα δέντρα και κάποιοι ξεκουράζονταν στα τραπεζάκια της καφετέριας. Εκεί σε ένα παγκάκι είδαμε τη μούμια μας ή τουλάχιστον αυτό που ψάχναμε. Ήταν μια αρχαιοφύλακας που είχε χτυπήσει το χέρι της και το είχε τυλιγμένο σε γάζα! Η μυρωδιά ήταν από το ιώδιο που είχε βάλει σο τραύμα της και ο αναστεναγμός από τον πόνο που ένιωθε.
            Αφού την πλησιάσαμε και της διηγηθήκαμε όλα όσα συνέβησαν αυτή έσκασε στα γέλια. Μας κέρασε πορτοκαλάδα και μας κάλεσε να ξαναεπισκεφτούμε το Μουσείο.
            Τελικά μπορεί να μην υπήρχε μούμια, αλλά διασκεδάσαμε λύνοντας ένα αιγυπτιακό μυστήριο. Και όταν η μαμά μου ξαναπροτείνει πρόσκληση για μουσείο, τότε σίγουρα θα ξαναπάω!




Η μεγάλη παγίδα
 Σουλελέ Άννα-Μαρία


      Κάποτε, στην Πέμπτη τάξη, πήγα μια εκδρομή με το σχολείο στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Μ'άρεσε πολύ το γλυπτό «Το άλογο και ο αναβάτης», το οποίο μετά από μερικά χρόνια πέρασε μια μεγάλη περιπέτεια... Λέω όμως να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...

      Μετά από λίγα χρόνια που πήγαμε Αρχαιολογικό Μουσείο, έγινε κάτι τρομερό! Κλάπηκε το αγαπημένο μου άγαλμα! Εκείνη τη μέρα στενοχωρήθηκα πολύ! Μα ποιος να το'κανε;

       Το άλλο πρωί, στην εφημερίδα έγραφε πως βρήκαν έκλεψε το άγαλμα. Βρήκαν και το κρησφύγετό του. Όταν όμως μπήκαν μέσα το βρήκαν άδειο ! Ο κλέφτης το είχε σκάσει! Εκείνοι οι άνθρωποι έλεγαν πως κλέφτης  φορούσε μαύρα ρούχα και κουβαλούσε ένα τεράστιο κιβώτιο. Εγώ και κάποιοι φίλοι μου βγήκαμε στους δρόμους1 Μια κοπέλα, που έμενε κάπου κοντά στο κρησφύγετο, τον είδε να κατευθύνεται  προς το αεροδρόμιο. Εμείς τα παρατήσαμε...

       Ξαφνικά, μετά από περίπου δύο μέρες, στις ειδήσεις είδα πως ένας περίεργος κύριος με ένα τεράστιο κιβώτιο πέρασε από την  Θεσσαλονίκη και κατόπιν έφυγε για τα νησιά του Αιγαίου. Τότε, εγώ και οι φίλοι μου πήραμε το πρώτο καράβι προς Νάξο. Μας καλούσε το καθήκον!

       Κατά τύχη, μάθαμε πως ο κλέφτης  βρισκόταν στη Νάξο! Αρχίσαμε να ψάχνουμε κάθε γωνιά του νησιού,  αλλά ο κλέφτης  πουθενά! Τότε, σκεφτήκαμε πως πρέπει να γυρίσουμε στην Αθήνα.        
        Γυρίσαμε το απόγευμα και θέλαμε ξεκούραση. Πέρασαν τρείς, τέσσερεις μέρες και... ο κλέφτης γύρισε πίσω! Εκείνη την ώρα, μας ήρθε μια τρομερή ιδέα! Μήπως να του στήσουμε μια παγίδα; Αρχίσαμε να καταστρώνουμε το σχέδιό μας ...Θα του στέλναμε ένα πλαστό γράμμα από, δήθεν, έναν άλλο κλέφτη που θα ήθελε να του κάνει μια πρόταση. Θα  του ζητούσε  «ραντεβού» στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Όμως όταν δεν θα είναι κανείς εκεί. Την Κυριακή!

       Το Σάββατο το βράδυ, βάλαμε το σχέδιό μας σε λειτουργία. Οι άνθρωποι του Μουσείου ήξεραν για όλα αυτά και ήταν σύμφωνοι με το σχέδιο. Λοιπόν, στείλαμε το γράμμα και από τα χαράματα της Κυριακής, περιμέναμε  τον κλέφτη με την παγίδα μας έτοιμη.

       Ξαφνικά, μας ήρθε ένα γράμμα... Ήταν από τον κλέφτη! Φοβηθήκαμε να το ανοίξουμε. Κι αν μας κατάλαβε; Κι αν απλώς δεν μπορεί να έρθει κι όλο το σχέδιο χαλάσει; Ευτυχώς, έγραφε μόνο πως δεχόταν να έρθει να τον συναντήσει.

       Μόλις ανοίγει η πόρτα, ξεροκαταπίνουμε. Έχουμε πάρα πολύ άγχος. Τότε αρχίζει να δουλεύει το σχέδιό μας. Ο άντρας αρχίζει να περιφέρεται μέσα στον χώρο. Εμείς ξέραμε πως θα μπει στον πειρασμό να ανοίξει το κουτί που είχαμε αφήσει στον κάτω όροφο. Το άνοιξε! Είχε ένα γράμμα που του έλεγε να τον συναντήσει στον πάνω όροφο. Όταν ανέβηκε, έκανε αυτό ακριβώς  που περιμέναμε. Πήγε να πειράξει το δεύτερο κουτί. Μόλις το άνοιξε ένα άλλο γράμμα του έλεγε να περπατήσει ευθεία. Εκείνος το έκανε. Άρχισε να περπατάει  και τότε το πόδι του μπλέχτηκε στο σχοινί που βάλαμε στο πάτωμα. Όταν έπεσε κάτω, του δέσαμε γρήγορα τα χέρια! Τηλεφωνήσαμε στην Αστυνομία, που τον έκλεισε στην φυλακή.

       Αυτή ήταν η μεγαλύτερη περιπέτεια που έζησα ποτέ στην ζωή μου! Δεν θα τη ξεχάσω ποτέ! Μακάρι, από εδώ και στο εξής να κανένας  να μην ξανά πειράξει κάποιο άγαλμα, Και τώρα θα μπορώ να θαυμάζω και πάλι το αγαπημένο μου άγαλμα!

ΤΕΛΟΣ


Περιπέτεια στο Μουσείο
 Σταμάτη Ζωή Ισαβέλλα

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό όταν η τάξη της Χριστίνας επισκέφθηκε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Κανείς δεν περίμενε πως θα εξελισσόταν η μέρα.  Στο μουσείο, η δασκάλα τους, η κυρία Έλενα, τους είπε:  Παιδιά  έχετε στη διάθεσή σας 30 λεπτά να εξερευνήσετε τον χώρο. Ο χώρος ήταν τεράστιος και  είχε τρεις υπέροχους ορόφους. Στον πρώτο όροφο υπήρχαν γιγαντιαία ζώα της ζούγκλας και κάποια από αυτά έμοιαζαν αληθινά! Στον δεύτερο όροφο είχε διάφορα είδη ερπετών! Στο τελευταίο πάτωμα όμως είχε κάτι διαφορετικό. Υπήρχαν μεγάλοι πίθηκοι με μορφή ανθρώπου!!!
Η Χριστίνα και η φίλη της η Ανδριάνα, πήγαν στον τρίτο όροφο του Μουσείου για να δουν τους πίθηκους με μορφή ανθρώπου. Ήταν άγριοι και ανατριχιαστικοί όμως τα κορίτσια δεν φοβόντουσαν καθόλου. Καθώς προχωρούσαν τον διάδρομο είδαν μια πόρτα που είχε απαγορευτικό και ήταν ανοιχτή. Όμως τα δύο παιδιά δεν έδωσαν σημασία στο απαγορευτικό και σκέφτηκαν να μπουν να δουν τι έχει. Πού να φανταζόντουσαν όμως τι θα γινόταν!
Μόλις μπήκαν μέσα στον τρομαχτικό και σκοτεινό χώρο η πόρτα έκλεισε δυνατά! Όλα ήταν σκοτεινά και μαύρα! Είχαν χαθεί μέσα στον τεράστιο και ανατριχιαστικό χώρο!!! Ήταν πολύ τρομαχτικά! Τα κορίτσια κρατήθηκαν σφιχτά απ’ τα χέρια τρέμοντας απ’ το φόβο τους. Δεν ήξεραν αν θα τις έβρισκαν και άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια! Εντωμεταξύ η δασκάλα τους είπε στα άλλα παιδιά να μαζευτούν γιατί είχε ήδη τελειώσει ο χρόνος τους. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά αλλά έλειπαν δύο. Ήταν η Χριστίνα και η Ανδριάνα…  
            Η δασκάλα τους μόλις κατάλαβε ότι λείπουν τα κορίτσια ανησύχησε και άρχισε να πανικοβάλλεται. Είχε αγχωθεί! Η Μαίριλυν, μια συμμαθήτριά τους, είπε στη δασκάλα ότι η τελευταία φορά που τις είχε δει ήταν στον τρίτο όροφο. Τότε η δασκάλα είπε στον υπεύθυνο του Μουσείου ότι χάθηκαν δύο παιδιά! Αμέσως τότε ενδιαφέρθηκε ένας ευγενικός υπάλληλος, ο Αντρέας, να βοηθήσει στην υπόθεση! Ευτυχώς!!! Τα παιδιά φυσικά τα έβγαλαν έξω για να μην γίνει μεγάλος πανικός. Η δασκάλα ανησυχούσε μήπως έχει γίνει κάτι σοβαρό και μήπως πρέπει να ειδοποιήσει τους γονείς. Όμως ο Αντρέας πήρε την κυρία Έλενα και ανέβηκαν στον τρίτο όροφο για να ψάξουν.
            Καθώς προχωρούσαν στον διάδρομο άκουγαν φωνές πίσω από μια πόρτα και ήταν εκείνη η πόρτα που είχαν κλειστεί τα δυο παιδιά! Αμέσως έτρεξαν και δοκίμασαν να την ανοίξουν αλλά ήταν κλειδωμένη! Ποιος άραγε να την είχε κλειδώσει; Τότε ο Αντρέας είπε ότι τα κλειδιά της αίθουσας τα είχαν οι τεχνικοί και ότι αυτή η αίθουσα ανακαινιζόταν! Δημιουργήθηκε όμως αναστάτωση γιατί ο τεχνικός είχε πάει για διάλειμμα και δεν τον έβρισκαν. Αμέσως όμως ο Αντρέας σκέφτηκε την έξοδο κινδύνου και γρήγορα έτρεξαν προς τα εκεί.

            Από την άλλη μεριά του τοίχου τα κορίτσια φοβισμένα αντίκρυσαν ξαφνικά φως να μπαίνει από μια γωνιά. Ήταν η πόρτα κινδύνου. Είδαν πρώτα έναν κύριο και πίσω αναγνώρισαν τη δασκάλα τους! Τότε τα κορίτσια ένοιωσαν ανακούφιση και αισθάνθηκαν ασφάλεια. Και έτσι έμαθαν ότι δεν πρέπει να μπαίνεις σε αίθουσες που έχουν απαγορευτικό! Φεύγοντας από το μουσείο τα κορίτσια ευχαρίστησαν με χαμόγελο τη δασκάλα τους και τον κύριο Αντρέα. Ήταν μια αξέχαστη περιπέτεια.  



Ένα ονειρικό πρωινό στην Ακρόπολη
Τόλια Πετρίνα


Ν
τριιιιιιιινννν…..…Κουδούνι!Παρασκευή!Το σχολείο τέλειωσε. Απ’ την Τρίτη, η αδερφή μου και εγώ σκεφτόμασταν ένα πράγμα: την αυριανή επίσκεψη στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Στο σπίτι ο χρόνος κύλησε γρήγορα, έφθασε το βράδυ. Σκεφτόμουν διάφορα, άλλα με πήρε γρήγορα ο ύπνος.
    Ξαφνικά φως!
   -Πετρίνα, είναι ώρα να σηκωθείς, η αδελφή σου είναι έτοιμη, ο μπαμπάς περιμένει στο σαλόνι, πρέπει να φύγουμε. Πλύσου, ντύσου, γρήγορα το πρωινό σου και φύγαμε για το μουσείο!
    Πετάχτηκα από το κρεβάτι και σαν σίφουνας ετοιμάστηκα. Κατεβήκαμε στο αυτοκίνητο. Φορέσαμε τις ζώνες μας. Σε 10 λεπτά ήμασταν στο μουσείο. Εκδώσαμε τα εισιτήρια μας. 
    Με την αδερφή μου ήμασταν χαρούμενες. Αρχίσαμε να περπατάμε πάνω στο γυάλινο διάδρομο. Φανταστικό! Από κάτω ήταν γεμάτο αρχαία. Τι ωραία! Ότι μαθαίνω στην ιστορία του σχολείου, ζωντανεύει μπροστά μου. Απίστευτο! Ο κόσμος ήταν πάρα πολύς. Η ουρά έφθανε από την σκάλα μέχρι είσοδο.
  Όλοι μιλούσαν, για το μουσείο και τα εκθέματα. Προχωρώντας μια  ξεναγός έλεγε ότι από κάτω μας υπάρχει η αρχαία Αθήνα! Ουααάου, αναφώνησα.
  Είχαμε ενθουσιαστεί. Με την αδερφή μου τρέξαμε μπροστά.
 - Να τα δούμε όλα πρώτες, Πετρίνα.
 -Καλά κοιτάζω λίγο την Αθηνά να δαμάζει τον Πήγασο…
  Να και η μαμά!
 -Πετρίνα είδες την αδερφή σου;
 -Ναι, εδώ είναι μαμά.
  Δεν ήταν όμως.Ταράχθηκα. Ο μπαμπάς δεν ήξερε κάτι. Ψάξαμε στον κόσμο, πουθενά… Πήγαμε στον φύλακα, μας είπε: «ηρεμία, θα βρεθεί».
  Χωριστήκαμε και ψάχναμε. Πήγε τέσσερις το απόγευμα. Τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν το κλείσιμο του μουσείου. Κάθισα και έκλαιγα.
  Ακούω: «Μη στεναχωριέσαι. Κι εμείς ψάχνουμε την αδελφή μας. Είμαστε έξι και η μία λείπει, μας την πήραν, άλλα αφήσαμε ένα κενό για να γυρίσει πίσω, να εκεί που κάθεσαι».
 Σήκωσα το βλέμμα. Κατάλαβα ότι βρισκόμουν στις Καρυάτιδες, στην κενή θέση αυτής που λείπει. Ήταν αλήθεια! Μου μιλούσαν οι Καρυάτιδες! Ρωτάω έκπληκτη:
 -Είδατε την αδελφή μου;
 -Μην ανησυχείς, είναι καλά.
  Καθώς κουβεντιάζαμε πλησίασε μια γυναίκα. Φορούσε αστραφτερή πανοπλία. Στον ώμο της είχε μια Γλαύκα.
 -Με λένε Αθήνα, εσένα;
 -Πέτρινα. Ψάχνω την αδελφή μου, έχει χαθεί.
 -Είναι με την Αρτέμιδα, την αδελφή μου, στον κήπο. Έλα, πάμε.
 Επιτέλους την βρήκα. Καθόταν με μία κοπέλα και έπαιζαν δίπλα σ’ένα ωραίο ελάφι.
-Αθηνά, το ξέρεις ότι την αδελφή μου την λένε Άρτεμις;
 Γέλασε. Πλησιάσαμε και μας μίλησαν για το μουσείο. Κατόπιν μας έδειξαν τον δρόμο προς την έξοδο.Τις αποχαιρετήσαμε και υποσχεθήκαμε ότι θα τις δούμε ξανά. Πιο κάτω γύρισα το κεφάλι, αλλά είχαν χαθεί. 
 Ακούστηκε η μαμά: «Τις βρήκα,τις βρήκα, είναι στο δεύτερο όροφο». Τρέχει και μας αγκαλιάζει.
- Μαμά γιατί ανησυχείς; Ήμασταν με την Αθηνά και την Αρτέμιδα και λέγαμε ιστορίες.
-Τι λες Πετρίνα; Το μουσείο έχει κλείσει εδώ και δύο ώρες. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το σπίτι.
 Αναρωτιόμουν; Τι έγινε; Μα ήταν αλήθεια. Δεν με πιστεύουν; Και η Άρτεμις το ίδιο λέει. Τα μάτια μου έκλειναν, ήμουν κουρασμένη.
Ξ
αφνικά φως! Πέτρινα ξύπνα, είναι ώρα να πάμε στο μουσείο. Σηκώνομαι απορημένη. Είναι δυνατόν;
-Μαμά πήγαμε στο μουσείο, χάθηκε, μιλήσαμε με τις κοπέλες, θυμάσαι;
  -Έβλεπες όνειρο. Ώρα να σηκωθείς, η αδελφή σου είναι έτοιμη, ο μπαμπάς περιμένει στο σαλόνι, πρέπει να φύγουμε. Πλύσου, ντύσου, γρήγορα το πρωινό σου και φύγαμε για το μουσείο!
             

Ο μαγικός κόσμος του μουσείου
 Τσαρπαλή Αντωνία


Μια από τις πιο εκπληκτικές και αξέχαστες εμπειρίες μου είναι μια σχολική εκδρομή. Μπορεί να είναι παράξενη αλλά ήταν μοναδική και πολύ τρομακτική.
Ήταν μια συνηθισμένη μέρα και όλα τα παιδιά της τάξης είχαμε ενθουσιαστεί γιατί θα επισκεπτόμασταν ένα μουσείο με προϊστορικά ζώα. Ξεκινήσαμε λοιπόν προς το μουσείο. Όταν φτάσαμε, μαγευτήκαμε όλοι από το κτήριο. Ήταν πελώριο και είχε δυο μεγάλους ορόφους. Όταν μπήκαμε μέσα, οι καθηγητές, μας είπαν τους κανονισμούς του μουσείου και ο κυριότερος ήταν να μην αγγίξουμε τίποτα.
Έτσι, όλα τα παιδιά σκορπιστήκαμε στο μουσείο. Μετά από λίγη ώρα μια φίλη μου, μου είπε πως καταλάθος άγγιξε ένα μικρό δεινόσαυρο. Είδε να κουνιούνται όλα τα κόκαλά του και να συναρμολογούνται πάλι μόνα τους. Νόμιζα ότι μου έλεγε ψέμματα για να με τρομάξει, αλλά η έκφραση του προσώπου της δεν φαινόταν καθόλου αστεία. Έτσι, της είπα να πάει να κάτσει σε μια καρέκλα να ηρεμήσει.
Αρχικά δεν το πίστευα, μέχρι που σκέφτηκα να αγγίξω και εγώ κάτι, έτσι βρήκα έναν Τυραννόσαυρο και τον άγγιξα τρομαγμένη. Ο Τυραννόσαυρος ξαφνικά, άρχισε να γίνεται αληθινός, με χρώματα και κινήσεις. Εγώ πάγωσα όταν ζωντάνεψε ο Τυρανόσαυρος, και αμέσως κατάλαβα τι έπαθε η φίλη μου. Έτσι, έτρεξα γρήγορα προς αυτήν που δεν είχε συνέλθει ακόμα και της το είπα. Συζητήσαμε λίγο και συνειδητοποιήσαμε ότι όλα αυτά τα ζώα, μπορούν να ζωντανεύουν, αλλά δεν μπορούσαν να μας κάνουν κακό. Γι’ αυτό, αποφασίσαμε να πούμε στα υπόλοιπα παιδιά τι μας συνέβη και έτσι πήραμε την απόφαση να ακουμπήσουμε όλους τους δεινόσαυρους του μουσείου για να δούμε τι θα συμβεί.
Ευτυχώς, οι καθηγητές είχαν καθίσει στην καφετέρια του μουσείου. Αφότου όλα τα παιδιά άγγιξαν όποιο προϊστορικό ζώο έβρισκαν, όλο το μουσείο είχε μεταμορφωθεί σε μια ονειρεμένη πεδιάδα με αυτά τα υπέροχα ζώα. Ήταν σαν να βρίσκεσαι μέσα σε παραμύθι. Ένας καθηγητής, όμως, ήρθε να ελέγξει αν όλα ήταν καλά και δεν πίστευε στα μάτια του. Έμεινε άναυδος μέχρι που του εξηγήσαμε τι συνέβη.
Όλων των ειδών οι δεινόσαυροι περνούσαν από δίπλα μας και μας ταξίδευαν σε έναν ονειρεμένο κόσμο, ο οποίος ήταν δικός τους. Μας πήγαν σε μια ζούγκλα με πελώρια δέντρα και φυτά, μας έδειξαν τι υπήρχε πριν δισεκατομμύρια χρόνια. Τέλος, μας ξενάγησαν μέσα σε αυτή και μας έδωσαν αρκετές πληροφορίες για διάφορα δέντρα, θάμνους και λουλούδια που δεν υπήρχαν πλέον στην τωρινή ζωή. Όλοι ήταν πελώριοι και εμείς μοιάζαμε με μυρμήγκια. Αφού πέρασαν περίπου είκοσι λεπτά, άρχισαν να εξαφανίζονται όλα. Όλη η ζούγκλα άρχιζε να καταρρέει και να γίνεται σαν μικρούς κόκκους άμμου, ώσπου εξαφανίστηκε όλη και εμείς βρεθήκαμε πάλι στον χώρο του μουσείου. Προσπαθήσαμε να ξαναζωντανέψουμε τους δεινόσαυρους, αλλά δεν γινόταν τίποτα.
Η εκδρομή μου στο μουσείο, είναι μια από τις πιο μοναδικές εμπειρίες που έχω περάσει και δεν θα ξεχάσω ποτέ τις πανέμορφες εικόνες που δημιουργήθηκαν μέσα στο μυαλό μου. Θα ήθελα να ζήσω αυτή την περιπέτεια ξανά!



 Μια περιπέτεια στο Μουσείο
Τσελεπή Κωνσταντίνα


Με το κλείσιμο των σχολείων για καλοκαίρι είχαμε χρόνο να σχεδιάσουμε τις διακοπές μας και να φανταστούμε τα πέρη που θα θέλαμε να επισκεφτούμε και να γνωρίσουμε καλύτερα.
Το καλοκαίρι του 2019, το πέρασα μαζί με την οικογένειά μουκαι δύο φίλες μου, σε μια χώρα που πάντα ήθελε να βρεθώ, την Ολλανδία. Μείναμε στο Άμστερνταμ σε ένα πολύ όμορφο ξενοδοχείο στην άκρη της πόλης. Φτάνοντας εκεί τακτοποιηθήκαμε και ξεκινήσαμε για να     επισκεφτούμε ένα μουσείο για το οποίο μας είχαν πει. Περπατώντας διασχίσαμε την πόλη θαυμάζοντας τα όμορφα μαγαζια. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε μπροστά σε ένα τεράστιο και επιβλητικό κτήριο. Δεν έμοιζε με τα άλλα και αυτό μας τράβηξε την προσοχή. Ένας περαστικός μας είπε ότι ήταν το μουσείο της πόλης. Χωρίς να χάσουμε χρόνο, μπήκαμε μέσα.
    Στην είοδο μας υποδέχτηκε ένας άνδρας με φράγκο και ψηλό καπέλο. Ήταν σοβαρός και δεν μιλούσε πολύ.Εσωτέρικα οι τοίχοι ήτν βαμμένοι σε κόκκινο χρώμα και υπήρχαν πολλές πόρτες, διαφορετικό χρώμα η κάθε μία. Η περιέργια μας είχε φτάσει στα ύψη.Στο πάτωμα υπήρχαν ράγες τρένου,χωρίς όμως τρένο.Μας έκανε νόημα να προχωρήσουμε στο βάθος της αίθουσας και τότε ακούσαμε τον ήχοτου τρένου που έφτανε. Τσάφ, Τσούφ! Ήταν ολόχρησο και σταματήσαμε μπροστά μας.Ανεβήαμε και ξεκινήσαμε το ταξίδι.
    Στην πρώτη πόρτα υπήρχαν διάφορα ξοτικά που γέλαγαν συνέχεια. Στην δεύτερη πόρτα υπήρχαν παντού σοκολάτες,και στην τελευταία πόρτα το τρενάκι σταμάτησε και εμείς έπρεπε να περάσουμε έναν λαβύρινθο για να βγούμε από το δωμάτιο. Με δυσκολία  τον περάσαμε . Έτσι δεν ξαναπατήσαμε το πόδι μας εκεί και συνεχίσαμε την βόλτα μας.
    Καθώς όμως περπατάγαμε στον δρόμο έρχεται ένας κύριος και ζήτησε απόόλους μας να κάνουμε μαζί του ένα μαγικό . Φέρνει ένα χαλί και έναν μοχλό , το χαλί τραβήχτηκε προς πίσω και εμείς πέσαμε κάτω σε μια καταπακτή. Έτσι ξαναβρεθήκαμε δεμένοι στο ίδιο μουείο.  Ο μάγος που μας έκανε το μαγικό ήταν ο κύριος που ήταν αμίλητος . Μας είπε ότι έχουμε 30 ( τριάντα ) δευτερόλεπτα να ξαναπεράσουμε τον λαβύρινθο.
     Όταν περάσαμε τον λαβύρινθο και μάλιστα πιο γρήγορα φύγαμε από το μουσείο και από το Άμστερνταμ.
           
Περιπέτεια στο Μουσείο
Τσεπνίδου Παρασκευή-Μαρία 


   Εκείνη την ημέρα σηκώθηκα πολύ νωρίς. Ήμουν τόσο πολύ ενθουσιασμένη που μόνο δεν χοροπηδούσα. Ήταν η ημέρα που θα πηγαίναμε εγώ και οι φίλοι μου στο μουσείο που βρισκόταν κοντά στη πόλη μας. Φυσικά και για την μαμά μου ήταν μια πολύ ωραία ημέρα γιατί θα έπινε τον καφέ της μαζί με την κυρία Φρόσω και θα έλεγαν τα κουτσομπολιά τους.         
   Μετά από καμιά δυο ώρες αφού είχαμε ετοιμαστεί, ακούσαμε την κόρνα της κυρίας Φρόσως η οποία μας περίμενε μαζί με τα παιδιά. Τότε, η μαμά μου ανοίγει την πόρτα και κατεβαίνουμε τις σκάλες γρήγορα γρήγορα. Όταν φτάσαμε στην πόρτα η μαμά μου βγάζει τα κλειδιά και ανοίγει την πόρτα της αυλής και εγώ με βιαστικά  βήματα μπαίνω μέσα στο αυτοκίνητο. Αφού όλοι είχαμε δέσει της ζώνες μας, η κυρία Φρόσω πάτησε γκάζι και φύγαμε.
   Όλοι μας, ήμασταν πολύ περίεργοι να δούμε τι είχε αυτό το μουσείο.
    Ξαφνικά, η κυρία Φρόσω πατάει απότομα φρένο και όλοι τιναχτήκαμε στον αέρα. Αφού συνήλθα από τη ζαλάδα που ένιωσα, κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο και βλέπω μπροστά μου μια θεόρατη πόρτα που από πάνω της έγραφε «ΕΙΣΟΔΟΣ».
Τότε όλοι αρχίσαμε να τρέχουμε προς την πόρτα και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας ένας ψηλός και λιγνός κύριος. Μας υποδέχθηκε και μας είπε πως είναι ο ξεναγός του μουσείου. Τότε όλοι μπήκαμε σε σειρά και τον ακολουθήσαμε. Στην αρχή βαρέθηκα να ακούω για τους αρχαίους πολιτισμούς και την ζωή τον αρχαίων μέχρι τη στιγμή που η Σάσα πετάχτηκε και είπε πως είδε κάτι πίσω από την πόρτα που βρισκόταν πίσω δεξιά. Ο ξεναγός την αγνόησε. Τότε η Σάσα περίεργη όπως ήταν, πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Αμέσως ο ξεναγός γύρισε για να βεβαιωθεί και είδε τη Σάσα και της είπε «Πρόσεχε», όμως η Σάσα δεν πρόσεξε και έπεσε μέσα στο τούνελ που βρισκόταν κάτω από το μουσείο. Ξαφνικά, η Καίτη φώναξε «Πρέπει να την βοηθήσουμε». Και ο ξεναγός είπε όχι και πως θα πάει αυτός. Τελικά όμως ο ξεναγός πέφτει κι αυτός στο κενό και εγκλωβίζετε. Τότε τα παιδιά κατάλαβαν πως ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να την βοηθήσουν. Και άρχισαν να ψάχνουν να βρουν κάποια μυστική πόρτα. Καθώς όλοι ψάχναμε για ένα ασφαλές πέρασμα η Πέγκυ φωνάζει «Εδώ» και πήγαμε κοντά της. Όμως όταν φτάσαμε το πάτωμα σπάει και πέφτουμε στο κενό. Έτσι όλοι, αφού βεβαιωθήκαμε πως ο καθένας μας είναι καλά αρχίσαμε και φωνάζαμε «Σάσα». Δυστυχώς μάταια φωνάζαμε γιατί είδαμε πώς υπήρχε ένα βουνό από πέτρες προς τα εκεί όπου ήταν η Σάσα και ο ξεναγός κι έτσι πήραμε την άλλη μεριά του τούνελ. Παντού υπήρχαν διάφορες και παράξενες πόρτες αλλά εμείς συνεχίσαμε ευθεία. Ώσπου βλέπουμε ένα φως και αρχίσαμε και τρέχαμε. Όταν φτάσαμε είδαμε διάφορα πράγματα από χρυσό και πολλά βιβλία, όμως δεν υπήρχε έξοδος. Ξαφνικά, βρίσκω έναν χάρτη, τον ανοίγω και βλέπω πως δείχνει πως θα βρούμε την έξοδο. Τρέχω προς το που δείχνει ο χάρτης και αγγίζω τον τοίχο. Τότε ανοίγει ο τοίχος και βλέπουμε ένα πέρασμα. Όλοι τρέχουμε προς τα κει χωρίς να κοιτάξουμε πίσω. Ξαφνικά βλέπουμε την Σάσα και τον ξεναγό τους πιάνουμε απ’ το χέρι και τρέχουμε. Η Πέγκυ κοιτάζει πίσω και τσιρίζει. Αμέσως, από τη μέση του πουθενά ανοίγει η Γη και βγαίνουμε έξω στην επιφάνεια και με μια ορμή το έδαφος κλείνει. Όλοι ήμασταν τόσο συγκλονισμένοι από αυτό το γεγονός που δεν ξαναμιλήσαμε γι αυτό. Τότε εγώ ρωτάω την Πέγκυ τι είδε και αυτή δεν μου μίλησε. Ακριβώς απέναντι βρίσκουμε τη μαμά και τη κυρία Φρόσω και τρέχουμε σ’ αυτές.      

Περιπέτεια στο Μουσείο
Τσιρμπίνης Γιώργος 


Από μικρό παιδί και όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, μου άρεσαν πολύ οι δεινόσαυροι. Πλάσματα σχεδόν απόκοσμα, μεταξύ πτηνού και ερπετού, μεγαλόσωμα και πολύ δυνατά. Στα μάτια μου πάντα είχαν μαγικές δυνάμεις και μπορούσαν να κάνουν πράγματα πολλά και σπουδαία, περισσότερα από όσα οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει.
Το θαυμασμό μου για τους δεινόσαυρους γνώριζαν οι γονείς μου κι έτσι αποφάσισαν να οργανώσουν ένα ταξίδι στο Λονδίνο με αφορμή τα γενέθλιά μου, για να επισκεφθούμε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, ιδιαίτερα γνωστό για τη συλλογή των δεινοσαύρων του. Η προσμονή μου ήταν ανείπωτη.Μπαίνοντας στο αεροπλάνο φανταζόμουν σκελετούς μεγάλων δεινοσαύρων  και  χαμογελούσα ευτυχισμένος. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα συνέβαινε.
Η σειρά μας πλησίαζε για το μουσείο. Μια βελούδινη μπορντώ κουρτίνα με χώριζε από το όνειρό μου. Απομακρύνθηκα από τους γονείς μου όχι τόσο από περιέργεια όσο από ανυπομονησία. Δεξιά  υπήρχε μια κατακόκκινη πόρτα με χερούλι και κουμπί πάνω σ’ αυτό. Δεν άντεξα, πάτησα το χερούλι, άνοιξε και προχώρησα. Είδα ξαφνικά ένα σκελετό μικρού δεινόσαυρου, παραπάτησα, πάτησα ένα κόκαλο της ουράς και ως δια μαγείας τηλεμεταφέρθηκα σε μια ζούγκλα γεμάτη με άγριους δεινόσαυρους.
Ήμουν έκπληκτος, κοιτούσα γύρω εκστατικά!!! Περπατούσα εδώ κι εκεί με το στόμα ανοιχτό αφού πίστευα πως έβλεπα όνειρο. Καθώς προχωρούσα γνώρισα έναν τυραννόσαυρο, ο οποίος μιλούσε και με ξενάγησε στη ζούγκλα. Με γνώρισε και στους άλλους δεινόσαυρους. Παίξαμε κυνηγητό, στο κρυφτό δεν τα κατάφερναν, πώς να κρυφτεί άλλωστε ένα θηρίο… Κάναμε μπάνιο στη λίμνη και όταν καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο μου εξομολογήθηκε πως έγινα ο αγαπημένος του φίλος και θα μου δώσει τη δύναμή του. Μου εξήγησε πως θα ήταν χρήσιμο για εμένα  να τρέχω γρήγορα. Τον ευχαρίστησα και τον έκανα μια αγκαλιά, και τι αγκαλιά… που ίσα που μπορούσα να αγγίξω ένα ελάχιστο μέρος του κορμιού του…!
Άρχισε να σκοτεινιάζει, ο τυραννόσαυρος μου έδειξε το τέλος της ζούγκλας, ήταν πια ώρα να φύγω. Περπάτησα μαζί του ως εκεί, μου έδωσε το κοκαλάκι που πάτησα για να μπω. Το τοποθέτησα στο έδαφος και το πάτησα. Βρέθηκα στο σημείο από όπου είχα φύγει. Οι γονείς μου ανήσυχοι με έψαχναν, γύρω τους αστυνομία, κόσμος πολύς. Τους αγκάλιασα, τους έσφιξα, «Πήγα μια βόλτα» ψέλλισα. Δεν είπα τίποτα άλλο, ποιος να με πιστέψει άλλωστε!!!
Γυρίσαμε στην Ελλάδα και επέστρεψα στο σχολείο μου. Ήξερα πως είχα ζήσει κάτι που μου έχει δώσει μαγικές δυνάμεις ήθελα να το μοιραστώ με κάποιον. Τα παιδιά στο σχολείο που παίζουμε μαζί λιγοστά, δεν ήθελα να τους το πω. Σε μια από τις εκδρομές, βρεθήκαμε στο δάσος. Δυστυχώς συναντήσαμε ένα λύκο. Τρία παιδιά εναντίον ενός λύκου. Ήμασταν χαμένοι από χέρι όλοι μας. Θυμήθηκα τα γρήγορα πόδια που μου είχε χαρίσει ο φίλος μου. Τους πήρα στους ώμους και έτρεξα με όση ταχύτητα ο τυραννόσαυρος μου είχε χαρίσει. Οι φίλοι μου έμειναν έκπληκτοι. Μέσα σε τρεις μέρες έγινα ο πιο δημοφιλής σε όλο το σχολείο...
Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Ήξερα ότι είχα κάνει το σωστό. Αυτό ήταν το τεράστιο μυστικό μας. Ο τυραννόσαυρος μου είχε πει να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις που μου είχε δώσει ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΑΛΟ ΣΚΟΠΟ!!!

    
Περιπέτεια στο Μουσείο
Τσολάκης Χαράλαμπος


Μπορεί να ήταν μια συνηθισμένη μέρα στο σχολείο –εκείνη η μέρα που μας μοίρασαν το φυλλάδιο για την εκδρομή στο μουσείο μεγαλύτερων εφευρέσεων- ίσως όμως και να ήταν η αρχή της πιο συγκλονιστικής περιπέτειας που έζησα ποτέ. Καθώς προχωρούσα με το φίλο μου το Γιώργο διαβάζαμε την πρόσκληση για τη συμμετοχή σε αυτή την εκδρομή και χαμογελούσαμε αφού θέλαμε πολύ να δούμε τις εφευρέσεις.
Η μέρα της εκδρομής έφτασε, τακτοποιηθήκαμε στο λεωφορείο και φυσικά κάθισα με το φίλο μου παρέα. Εκεί μου εκμυστηρεύτηκε κάτι που ήδη είχα ακούσει από το θείο μου, ότι δηλαδή στο Μουσείο αυτό ζούσε κάποτε ένας τρελός επιστήμονας.
Η φωνή της δασκάλας μας διέκοψε, είχαμε φτάσει και στοιχηθήκαμε για να μπούμε μέσα. Το λεωφορείο ως δια μαγείας εξαφανίστηκε. Στο πεζοδρόμιο έξω από το μουσείο είδαμε ένα κομμένο κομπολόι με πορτοκαλί χάντρες. Μπαίνοντας, η πρώτη εφεύρεση αφορούσε μηχάνημα που κάνει τα φυτά να μεγαλώνουν σε κλάσματα δευτερολέπτου, ενώ η αμέσως επόμενη δημιουργούσε βροχή σε μια ολόκληρη χώρα σε ελάχιστα λεπτά. Μια μεγάλη μηχανή κατάφερνε να τηγανίσει ένα δισεκατομμύριο πατάτες σε ένα δευτερόλεπτο και αυτό μας έκανε να κοιτάζουμε εκστατικοί.
Αυτό έμελλε να είναι και η αρχή του τέλους. Ξαφνικά σταμάτησε να λειτουργεί. Οι τεχνικοί   άνοιξαν αμέσως το μηχάνημα για να το επισκευάσουν και από εκεί κύλησε μια πορτοκαλί χάντρα στα πόδια μου. Την πήρα στα χέρια μου, γύρισα στο Γιώργο και είχε φύγει,  έτρεξα στις τουαλέτες να τον βρω και δεν ήταν εκεί. Πήγα πίσω τρέχοντας, τον βρήκα στο σημείο που στεκόμουν πριν. «Πού ήσουν;» τον ρώτησα. «Εδώ» απάντησε, « δεν κινήθηκα καθόλου». Άρχισα να φοβάμαι, όλα αυτά έμοιαζαν μεταφυσικά και αυτό με τρόμαζε.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας τεράστιος κρότος από τον επάνω όροφο. Τούβλα και σοβάδες έπεφταν από το ταβάνι, η δασκάλα μας ζήτησε να παραμείνουμε ψύχραιμοι, προσπαθήσαμε να πάρουμε την αστυνομία αλλά δεν είχαμε σήμα. Σε μια στιγμή ακούστηκαν φωνές και πυροβολισμοί. «Τον πιάσαμε, αυτός είναι υπεύθυνος για όλα». Στο πάτωμα βρισκόταν ο οδηγός του λεωφορείου νεκρός, που είχε προσπαθήσει κόβοντας το κομπολόι του να χαλάσει το μηχάνημα παραγωγής τηγανιτής πατάτας. Δυστυχώς για εμένα ήταν ο θείος μου…. Που μου είχε πει την ιστορία για τον «παράξενο» κάτοικο του μουσείου των εφευρέσεων.
Παραμείναμε για ώρες αποκλεισμένοι στο κτίριο με τους αστυνομικούς να προσπαθούν να βρουν τρόπο να μας απεγκλωβίσουν. Ο όγκος των συντριμμιών είχε φράξει την είσοδο. Άρχισα να μην νιώθω καλά και λιποθύμησα. Είδα τότε το θείο μου να μου χαμογελάει και δυο παράξενα πλάσματα να τον τραβούν. Έπειτα εξαφανίστηκαν, έτρεξα προς το μέρος τους και ξύπνησα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου η μητέρα μου ήταν πάνω από το κρεβάτι μου, την ρώτησα τι έγινε και μου είπε πως μετά τη λιποθυμία μου στο μουσείο, ήρθε ένας γερανός που κατάφερε να σπάσει την πόρτα και να μας απεγκλωβίσει.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο πολλά παιδιά έλειπαν, ο Γιώργος ήταν εκεί. Ένα χαρτάκι κατέληξε στα πόδια μου, το άνοιξα, «Δεν πέθανα» έλεγε. Χαμογέλασα. Το απόγευμα πήγαμε όλοι στο σπίτι του θείου κι εκείνος με περίμενε εκεί χαμογελαστός, σαν εφευρέτης ή σαν μάγος, δεν έχω καταλήξει ακόμα.

         


Μια ανασκαφή με πολλά ερωτήματα
Φωτιάδου Παναγιώτα


Αυτή είναι μία περίεργη ιστορία δύο ανθρώπων που ίσως έχουν παραισθήσεις μπορεί και….όχι! Το βράδυ σε ένα μουσείο επικρατεί ησυχία μπορεί και….όχι!
Όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1995,τότε που τα μουσεία γέμιζαν με τουρισμό, τότε που κοβόντουσαν 15.000 εισιτήρια την ημέρα.Στο μουσείο της Ακρόπολης δούλευαν πολλοί άνθρωποι,ανάμεσά τους ο Τάκης,ο καλύτερος ξεναγός και από την άλλη ο Στάθης,ο θυρωρός.Ο κύριος Αντώνης ήταν επικεφαλής. Μια μέρα που η βάρδια του Τάκη είχε τελειώσει,πήγε να κλειδώσει το μουσείο όπως πάντα,και άκουσε έναν θόρυβο.Τον αγνόησε κι έφυγε.Την επόμενη μέρα ο κύριος
Αντώνης ανακοίνωσε ότι βγαίνει στην σύνταξη και ότι το μουσείο χρειάζεται επικεφαλή. Έδωσε περιθώριο μέχρι το τέλος του μήνα στους εργαζόμενους να εντυπωσιάσουν τους τουρίστες.Όποιος θα εντυπωσίαζε πιο πολύ θα ήταν επικεφαλής.
Κατά το βράδυ καθώς ο θυρωρός σφουγγάριζε,άκουσε τον ίδιο θόρυβο. Όταν έκανε να φύγει,είδε τον Τάκη.
-Τάκη,εσύ εδώ;
-Ναι,ήρθα να κλειδώσω.
Ο κύριος Αντώνης του εμπιστεύεται τα πάντα.Ξαφνικά τους ρούφηξε η γη. Βρέθηκαν σε μία ανασκαφή.
 -Ποιοι είστε; Ρώτησε μία φωνή.
-Εσύ ποιος είσαι;
-Είμαι άγαλμα που με ξέχασαν εδώ κάτω.
Τότε ακούστηκαν πολλές φωνές.
-Είμαστε ένας ξεναγός και ένας θυρωρός. Εσείς ακουγόσασταν τα βράδια;
-Ναι,γιατί προσπαθούσαμε να φύγουμε.Εσείς φταίτε γι’αυτό που μας συνέβη!
 Τότε βρέθηκαν κυνηγημένοι από εκθέματα.
-Εκεί!Είπε ο Τάκης δείχνοντας μία έξοδο.
Αφού βγήκανε,ο θυρωρός λούστηκε με ζήλια γιατί ήξερε ότι είναι καλύτερος από
αυτόν και έφυγαν.
Ξημέρωσε.Ο Τάκης ήταν έτοιμος να ξεναγήσει,όταν ένας τουρίστας είδε κάτι στην είσοδο,σαν να παρακολουθεί.Το είπε στον Τάκη και τότε σκέφτηκε. <<Κάτι δεν πάει καλά εδώ!>>Αποφάσισε να παρακολουθήσει.
Το ίδιο βράδυ πήγε,αλλά δεν ήξερε ότι εκεί ήταν ο θυρωρός.Ξαφνικά πιάστηκε  αιχμάλωτος σε ένα ξύλινο κιβώτιο.Είδε τον Στάθη και του είπε να τον βγάλει.
-Ναι καλά!Είπε γελώντας.Ο Τάκης είχε ένα σφυρί που του το είχε εμπιστευτεί ο κύριος Αντώνης.Χωρίς να ξέρει ότι είναι μαγικό.Απελευθερώθηκε. Τα εκθέματα μόλις είδαν το σφυρί χάρηκαν και ξαφνικά έγιναν 5 άνθρωποι.Όλοι ζητούσαν εξηγήσεις .Μια κοπέλα πήρε τον λόγο.
-Λοιπόν,ο θυρωρός μας είπε,πριν έρθεις,να σε παγιδέψουμε, για να γίνει αυτός
επικεφαλής.
-Τι;Απόρησε.Πρόδωσες την φιλία μας για αξίωμα;
-Ακόμη,είπε ένας άλλος,ο κύριος Αντώνης μας μεταμόρφωσε σε εκθέματα και μας έριξε κάτω από το μουσείο. Το βράδυ χτυπούσαμε για να βγούμε έξω και για να μην μας δει κανείς.Χάρη στον Τάκη που βρήκε την έξοδο βγήκαμε.Σας κυνηγούσαμε γιατί νομίζαμε πως συνεργαζόσασταν.Το 1975 όταν ήρθαμε στο μουσείο,καταλάθος σπάσαμε κάτι και μας έδιωξε.Τώρα που μας ξαναείδε μας μάγεψε.Ήταν ξεναγός. Ζητούμε συγνώμη. Ο Στάθης ζήτησε συγνώμη από τον Τάκη και όλοι γίναν φίλοι.Η επόμενη μέρα ήταν το τέλος του μήνα.Ο Τάκης επικεφαλής και ο Στάθης καλός ξεναγός. Όσο για τον κύριο Αντώνη έφυγε από το μουσείο,μετανιωμένος,όπως λέει. Και η καινούρια παρέα απολάμβανε την ζωή της όσο πιο φυσιολογικά μπορούσε. 

Περιπέτεια στο Μουσείο
Χατζημιχαήλ Ιωάννα


            Ήταν ένα απόγευμα, ετοιμαζόμουν για να πάω στη δουλειά μου όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν το αφεντικό μου, πήρε να μου πεί πως απολύομαι. Τον ρώτησα γιατί αλλά δεν μου απάντησε και μου το έκλεισε. Πολύ περίεργο! Έτσι έκατσα στο γραφείο μου για να ψάξω στον υπολογιστή για δουλειά. Έψαχνα και έψαχνα μέχρι που βρήκα ότι ζητούσαν νυχτοφύλακα στο Αχίλλειον, το παλάτι της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας, το οποίο βρίσκεται στην Κέρκυρα. Έστειλα λοιπόν το βιογραφικό μου και με δέχτηκαν αμέσως.
             Την επόμενη μέρα πήγα στο μουσείο για να γνωρίσω το αφεντικό μου. Αφού γνωριστήκαμε, μου μίλησε ια το μουσείο και μου εξήγησε τι έπρεπε να κάνω. Έτσι λοιπόν το άλλο βράδυ στις εννιά πήγα για δουλειά. Το αφεντικό μου, μου έδωσε τα κλειδιά του μουσείου και έναν φακό. Όταν έφυγαν όλοι εγώ έκανα μία βόλτα στο μουσείο για να το δώ. Ήταν υπέροχο, με τεράστιες αίθουσες και διάφορα έπιπλα. Ξαφνικά άκουσα έναν θόρυβο από ένα δωμάτιο, άναψα τον φακό και πήγα να δω ποιος ήταν. Μόλις μπήκα στο δωμάτιο είδα ότι κάποιος είχε σπάσει ένα βάζο. Πήρα μια σκούπα και μάζεψα τα σπασμένα κομμάτια. Όταν βγήκα στο διάδρομο είδα ένα φως και μια γυναικία σκιά, την ακολούθησα. Αυτή κατέβηκε τις σκάλες και πήγε στον κάτω όροφο. Μόλις έφτασα κι εγώ είδα τα αγάλματα να είναι ζωντανά, να μιλάνε και να περπατάνε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Εκείνη τη στιγμή όλοι σταμάτησαν, ήρθαν προς το μέρος μου και τους ρώτησα γιατί είναι ζωντανά. Μου είπαν πως κάθε βράδυ το πνέυμα αυτοκράτειρας Ελισάβετ ζωντανέυει και ζωντανέυει και εμάς. Μου είπαν επίσης πως δεν χρειάζεται να φοβάμαι γιατί δε θα μου έκανε κακό. Έτσι λοιπόν πέρασα μαζί τους όλο το βράδυ. Όμως στις 12 όλοι σταμάτησαν. Ξαφνικά άρχισε να παίζει το πιάνο και στο σκαμπό του πιάνου καθόταν η Ελισάβετ. Σταμάτησε να παίζει και με πλησίασε. Με ρώτησε ποια είμαι και μετά μου είπε να την ακολουθήσω. Την ακολούθησα, με πήγε σ’ ένα δωμάτιο και μου έδειξε μια φωτογραφία της. Επίσης μου είπε πως αυτή η φωτογραφία την ζωντάνευε και αν έσπαγε θα χανόταν αυτή και τα αγάλματα θα πέτρωναν για πάντα.
             Όλο το βράδυ έκανα συνέχεια ερωτήσεις σε αυτήν και στα υπόλοιπα αγάλματα. Μια στιγμή απομακρύνθηκα από όλους και πήγα στο δωμάτιο που ήταν η φωτογραφία της. Καθώς την κοιτούσα παρατήρησα πως ήταν λίγο στραβή. Έτσι την κούνησα προς τα δεξιά για να ισιώσει. Δεν πρόσεξα όμως και μου έπεσε. Έσπασε λίγο και πήγα να τη δείξω στους άλλους μήπως μπορούσαν να την φτιάξουν. Όταν πήγα είδα όλα τα αγάλματα πετρωμένα και την Ελισάβετ εξαφανισμένη. Μετά θυμήθηκα πως μου είχε πεί ότι άμα έσπαγε η εικόνα θα χανόταν αυτή και τα αγάλματα θα πέτρωναν για πάντα. Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ.
             Ξαφνικά κάποιος με σκούνταγε και μου έλεγε ξύπνα – ξύπνα. Τινάχτηκα και άνοιξα τα μάτια μου. Ήταν πρωί και το αφεντικό μου με σκούνταγε για να ξυπνήσω. Ήταν όλα ένα όνειρο πολύ παράξενο. Σηκώθηκα και έτρεξα στο δωμάτιο που υπήρχε η φωτογραφία με την αυτοκράτειρα Ελισάβετ. Την κοίταξα καλά. Δεν είχε σπάσει αλλά ούτε και ήταν ζωντανή. Όμως μια στιγμή καθώς την κοιτούσα είδα πως η Ελισάβετ μου έκλεισε το μάτι και μου χαμογέλασε. Την χαιρέτησα και έφυγα για το σπίτι μου.
              Απο τότε κάθε βράδυ στέκομαι μπροστά στην φωτογραφία και της μιλάω. Μπορεί να μη μου απαντάει όμως ξέρω πως με ακούει. Εκείνο το βράδυ δε θα το ξεχάσω ποτέ κι ας μην ήταν αληθινό. 

Περιπέτεια στο Μουσείο
Batoul Al Barakat


Μια μέρα που καθόμουν μόνη μου και σκεφτόμουν, αναρωτήθηκα: «Κι αν έβγαινα μόνη μου έξω, χωρίς να πάρω κάποιον μαζί μου;». Αλλά ήξερα, οι γονείς μου δε θα συμφωνούσαν. Τότε, είπα στον εαυτό μου ότι θα κατάφερνα να βγω, αλλά με τη φαντασία μου. Έτσι, φαντάστηκα ότι ήμουν ελεύθερη και σε άλλο κόσμο. Τι ωραίος που ήταν αυτός ο κόσμος!
            Καθώς περιπλανιόμουν, παρατήρησα πολλά φανταστικά και περίεργα πράγματα γύρω μου. Στάθηκα απέναντι από ένα πελώριο, αλλά όμορφο κτήριο και αναρωτήθηκα τι ήταν. Αποφάσισα να μπω. Το κτήριο αποτελούταν από πολλές και μεγάλες αίθουσες και χωριζόταν σε τρία τμήματα. Στο πρώτο τμήμα υπήρχε μία αίθουσα γεμάτη με παλιές εικόνες και γλυπτά γεμάτα σκόνη. Τα καθάρισα και ανακάλυψα ότι οι εικόνες απεικόνιζαν παλιές ιστορίες και πριγκίπισσες, όπως της Ζηνοβία και άλλων γνωστών προσωπικοτήτων. Στο δεύτερο τμήμα υπήρχαν πράγματα φτιαγμένα από παλιό γύψο και κεραμικά. Στην πρώτη αίθουσα υπήρχαν εφτά πράγματα σκεπασμένα με ένα λευκό φύλλο. Τα ξεσκέπασα και είδα ότι ήταν οι επτά νάνοι. Επιτέλους τους είδα! Ήταν και τα στρουμφάκια εκεί! Όλα ήταν τόσο ωραία! Στο τρίτο και τελευταίο τμήμα ήταν τα παλιά ενδύματα, οι παραδοσιακές στολές και μαγικά παπούτσια, από αυτά που ακούμε στα παραμύθια.
            Μετά βγήκα από το μουσείο και περπατούσα μέχρι που είδα μια πόλη πολύ πολύ μακριά. Άρχισα να φωνάζω: «Είναι κανείς εδώ;». Τότε, κάτι ήρθε από μακριά. Πετούσε, έμοιαζε με πουλί, αλλά δεν ήταν. Όταν πλησίασε αρκετά, κατάλαβα ότι ήταν ένα τρένο με φτερά. Μου είπε: «Καλώς ήρθες στο φανταστικό μας κόσμο! Τι θες εδώ;». Απάντησα ότι ήθελα να πάω σε αυτήν τη φανταστική πόλη. «Ανέβα πάνω μου και θα σε πάω εγώ» μου είπε. Κι έτσι, ανέβηκα πάνω του και πετάξαμε ψηλά! Αισθανόμουν ότι ο ουρανός, τα σύννεφα και ο ήλιος με κοιτούσαν περίεργα, γιατί ήμουν περίεργη, αλλά όλα μου χαμογελούσαν.
Φτάσαμε στην πόλη και ξαφνιάστηκα γιατί ήταν μια πόλη φτιαγμένη από γλυκά! Είδα μία σοκολατένια κούκλα και δέντρα. Όλα ήταν καταπληκτικά και υπήρχε μία θάλασσα από λιωμένη σοκολάτα. Είπα στο τρένο ότι ο κόσμος τους είναι πολύ ωραίος και ότι θα ήθελα πολύ να μείνω εκεί, αλλά δεν μπορώ. Με ρώτησε γιατί και εγώ του απάντησα ότι ο κόσμος μου με χρειάζεται για να δουλέψω και να γίνω γνωστή και το όραμά μου να γίνει όνειρο των επόμενων γενεών, ώστε να μπορούν να πηγαίνουν να τον επισκέπτονται και εκείνοι. Έπειτα, αναρωτήθηκε αν θα παρουσίαζα τον κόσμο του στο μουσείο του δικού μου κόσμου, ο οποίος του άρεσε πολύ και πίστευε ότι θα μπορούσαν να μάθουν πολλά πράγματα από αυτόν, ώστε να παραμείνουν έξυπνοι και να συνεχίσουν οι άνθρωποι να θέλουν να τους επισκέπτονται.
Είχε έρθει η ώρα να φύγω. «Γειά σου τρενάκι! Έχω αργήσει. Ελπίζω να ιδωθούμε σύντομα!». «Γεια σου, όμορφο κοριτσάκι!». Επέστρεψα στην πραγματικότητα και ήμουν μέσα στο σπίτι μου.




 Περιπέτεια στο Μουσείο
Maya Al Hajali


Μια μέρα ξύπνησα για να πάω στο σχολείο. Φόρεσα τα ρούχα μου, χτένισα τα μαλλιά μου και ετοίμασα το φαγητό μου. Κατέβηκα και περίμενα το λεωφορείο.
            Όταν έφτασα στο σχολείο, η δασκάλα μου με καλωσόρισε και μετά μπήκαμε στην τάξη. Σηκωθήκαμε από σεβασμό και μας ανακοίνωσε ότι σήμερα θα μάθουμε για τα μουσεία.
 Όταν γύρισα σπίτι ενημέρωσα την μητέρα μου για το σημερινό μάθημα και της άρεσε πολύ. Μετά είπα: «Γιατί δεν πάμε μια επίσκεψη στο μουσείο;».  Και εκείνη μου είπε: «Εντάξει κορίτσι μου αύριο θα πάμε στο μουσείο».
Το πρωί ετοίμασα την τσάντα μου και πήρα την κάμερα μου για να φωτογραφίσω τα αρχαία. Μπήκαμε στο αμάξι και εγώ κρατούσα τον χάρτη για να ακολουθήσουμε την διαδρομή.
Όταν φτάσαμε, ενθουσιάστηκα από την ομορφιά της εισόδου και το πόσο μεγάλη ήταν. Μέσα, είδα σκελετούς και μεγάλα πετράδια.  Όλα τα εκθέματα ήταν μέσα σε γυάλες. Υπήρχαν παλιά νομίσματα, αρχαία έργα τέχνης, όπως και η ιστορία των προέδρων της περιοχής. Αυτός που έχτισε το κτίριο το έφτιαξε μόνο για τους Έλληνες πριν αιώνες για να γίνει μουσείο ή ναός και να βάλουν μέσα την ιστορία τους, δηλαδή το παρελθόν και το  παρόν τους, καθώς και τα ήθη και τα έθιμα τους.
Το μουσείο χωρίζεται σε τρεις ορόφους. Ο πρώτος περιέχει μεγάλους και μικρούς σκελετούς και σκελετούς εξαφανισμένων ζώων, όπως οι δεινόσαυροι. Υπήρχε και ένας σκελετός δεινοσαύρου ήταν πολύ ψηλός, σχεδόν 4 μέτρα, και ένας γαζέλας με μέγεθος σχεδόν 45 εκατοστά. Για κάθε σκελετό ζώου υπήρχε και μια φωτογραφία στον τοίχο.  Όταν τελειώσαμε τον πρώτο όροφο είπα στην μητέρα μου να πάμε να δούμε και τον δεύτερο.
Ο δεύτερος όροφος περιέχει Φαραώ που μοιάζουν με ανθρώπινο σκελετό, αλλά ήταν τρομακτικοί. Η νεκροκεφαλή ήταν ολόκληρη. Υπήρχε ένα μεγάλο ραβδί που σου τραβούσε την προσοχή επειδή ήταν στολισμένο με διαμάντια. Κανείς δεν μπορεί να το αγοράσει γιατί είναι πολύ ακριβό και φυσικά δεν είναι προς πώληση. Δίπλα από κάθε Φαραώ υπήρχε το προσωπικό του σπαθί με το όνομα του χαραγμένο πάνω.
Όταν ανεβήκαμε στον τρίτο όροφο, η ξεναγός μας ενημέρωσε ότι είναι ο μεγαλύτερος όροφος και περιέχει πετράδια, νομίσματα, παλιές στολές, μικρά πέτρινα σπίτια και μερικά χρυσαφικά αξίας. Τα νομίσματα ήταν πολύ παλιά και φυσικά δεν υπάρχουν όμοια τους στην εποχή μας. Κάποια ήταν φτιαγμένα από σίδερο, άλλα ήταν χάρτινα και ήταν διακοσμημένα με μοτίβα που ζωγράφισαν παλιοί ζωγράφοι. Τα μοτίβα δίνουν μια λάμψη στα εκθέματα και σου τραβάνε την προσοχή.  Αυτοί που τα δημιούργησαν και τα ανακάλυψαν ήταν οι αρχαίοι και κανένας σήμερα δεν μπορεί να φτιάξει κάτι παρόμοιο.
Αυτό ήταν το θέμα μας για το μουσείο με τα εκθέματα που αναφέρονται σε σπουδαίες προσωπικότητες και προσελκύει  πολλούς τουρίστες. Με αυτόν  τον τρόπο εξαπλώνεται η φήμη του και θα γίνει ένας χώρος με ιστορία που βοηθάει να χτίσουμε το μέλλον μας, γνωρίζοντας το παρελθόν μας. Τελικά εμείς είμαστε που δημιουργούμε το μέλλον μας! Για αυτό το λόγο θα πρέπει να βοηθούμε στην διατήρηση των μουσείων μας.