Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗΣ: ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΑΧΤΗΚΑΝ

 


Κτήρια της Θεσσαλονίκης που επιτάχθηκαν από τον στρατό κατοχής

 

Μετά την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, η πόλη αποκτά μια διαφορετική και πολύ μισητή όψη, την όψη μιας κατεχόμενης πόλης. Κτήρια επιτάσσονται για χρήση από τον στρατό κατοχής για να στεγάσουν τις στρατιωτικές και διοικητικές υπηρεσίες τους και το πολυάριθμο προσωπικό τους αλλά και για να εξασφαλίσουν χώρους για την κράτηση αντιστασιακών και την ψυχαγωγία των στρατιωτών τους.



Στα επιταγμένα κτήρια αναρτάται η κόκκινη γερμανική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, και αυτό επιτείνει τα αισθήματα απέχθειας και μίσους για τον κατοχικό στρατό. 

«Οι Γερμανοί φρόντιζαν για την εγκατάστασή τους στα σπίτια, στα γραφεία, στα ξενοδοχεία, κι αδιαφορούσαν για τούτη την αγωνία που τριγύριζε έξαλλη στους δρόμους. Οι ελληνικές Αρχές είχαν διαλυθεί, χωροφύλακας δεν φαινόταν πουθενά, κι’ εκείνο που προστάτευε τη διαλυμένη τούτη πόλη, ήταν μονάχα ο φόβος του κατακτητή, που δε θα δίσταζε να αδειάσει το πιστόλι του πάνω στην πρώτη αταξία του δρόμου.

Κι εγώ τριγυρνούσα μέσα στους δρόμους, ανάμεσα στους αδιάφορους και υπεροπτικούς Γερμανούς, με την προσδοκία να συναντήσω κάποιον συνάδελφο  των αδελφών μου. Και καθώς περπατούσα αποσταμένος στο πεζοδρόμιο της οδού Τσιμισκή, ένοιωσα ξαφνικά ένα δυνατό σκούντημα, που μ’ έκανε να πέσω πάνω στη βιτρίνα ενός μαγαζιού. Κι’ άκουσα το γαύγισμα μιας ανθρώπινης φωνής. Ήταν ένας Γερμανός αξιωματικός, που ήθελε το πεζοδρόμιο δικό του, που δεν είχε καταδεχθεί να λοξέψει για να με προσπεράσει. Με ένα δυνατό σκούντημα θέλησε να ανοίξει το δρόμο στη γερμανική του υπεροψία. Δάγκωσα τα χείλη μου από απελπισία. Κοίταξα τον κόκκινο σβέρκο του τέρατος εκείνου, με ένα μίσος απέραντο. Μέσα μου ένοιωσα για πρώτη φορά να σαλεύει η συνείδηση ενός ραγιά. Και το πνεύμα μου αναζήτησε τη σκιά του Ρήγα Φεραίου» (Γ. Βαφόπουλος).

 


Οι διοικήσεις των Γερμανών στεγάζονται στα πιο σημαντικά μέγαρα της πόλης:

Η Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση με διοικητή τον διαβόητο στρατηγό Κρέντσκι. στεγάζεται αρχικά στο ξενοδοχείο Ριτζ  (Πλατεία Ελευθερίας, γωνία Μητροπόλεως και Βενιζέλου), 

 

Ξενοδοχείο Ριτζ της Θεσσαλονίκης

Αργότερα στεγάστηκε  στο μέγαρο Κόφα (γωνία Τσιμισκή και Βενιζέλου),  και αργότερα στο  μέγαρο Κονιόρδουστη Λεωφόρο Νίκης.

Μέγαρο Κόφφα

 Στο μέγαρο Κονιόρδου  είχε το γραφείο του ο επικεφαλής του Τμήματος Στρατιωτικής Διαχείρισης Μαξ Μέρτεν, ο οποίος έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στο ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

Η Γερμανική Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (GFP) στεγάζεται στην Τσιμισκή 72. Αποτελείται από 170-180 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν υπηρετήσει προπολεμικά στη γερμανική και την αυστριακή αστυνομία.

Στο μέγαρο αυτό βασανίστηκαν εκατοντάδες συμπολίτες μας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και πολλοί βέβαια έχασαν τη ζωή τους από τα μαρτυρικά βασανιστήρια.

 Τις σκηνές τρόμου που βίωσε και ο ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος τις περιγράφει ζωντανά.

«Ένα πρωί ξαφνικά τηλεφώνησαν στο γραφείο μου να παρουσιαστώ αμέσως στη διεύθυνση της οδού Τσιμισκή αριθμ. 72. Η είδηση έπεσε πάω μου σαν κεραυνός. Όλη η Θεσσαλονίκη το γνώριζε πως εκεί ήσαν τα κεντρικά γραφεία της Γερμανικής Γκεστάπο. Ο καθένας που έμπαινε εκεί μέσα, δεν ήξερε βγαίνοντας προς ποια κατεύθυνση θα τραβούσε. Η διαταγή ήταν ρητή κι’ έπρεπε να φύγω αμέσως. Πρόφθασα στην παραζάλη μου να παρακαλέσω τους συναδέλφους μου να φροντίσουν για τη ζωή μου, αν τύχαινε και δεν επέστρεφα. Τι με θέλανε; Ποιος μου είχε ανάψει τη φωτιά τούτη;

Ανέβηκα κοντανασαίνοντας τις ψηλές σκάλες και χτύπησα δειλά μία θύρα. Ένας βλοσυρός Γερμανός μου άνοιξε. Παρακάλεσα για έναν «ντόλμετσερ». Ο διερμηνέας με ανέβασε άλλα δύο πατώματα και χτύπησε μία θύρα. Στο άνοιγμά της φάνηκε ένας λεπτός ξανθός Γερμανός, που φορούσε γυαλιά με χρυσό σκελετό. Μιλούσε ελληνικά, με πήρε μέσα και μούδειξε να καθήσω σε έναν ξύλινο πάγκο. Έπειτα κάθισε κι εκείνος σιωπηλός στο γραφείο του, δίχως να ασχοληθεί πια μαζί μου. Κατεχόμουν από τον πανικό του αγνώστου. Έφερα τη ματιά μου ένα γύρο στο γραφείο. Σε μιάν άκρη του δωματίου, είδα να κάθεται έναν Έλληνα εργατικό τύπο, με ένα μπογαλάκι στα πόδια του. Δίπλα στη γωνιά, ήταν ακουμπισμένο ένα τουφέκι. Σκέφθηκα μέσα στη σύγχυση της ψυχής μου, πως ίσως ο νέος εκείνος άνδρας να είχε συλληφθεί για την κατοχή όπλου. Και τον φαντάστηκα στημένον μπρος στις κάννες του γερμανικού εκτελεστικού αποσπάσματος. Θεέ μου, είναι λοιπόν τόσο φθηνή αυτή η ζωή που μας έχεις δώσει; Μπορεί να την ορίζει, κατά πως το θέλει, τούτος ο μικρόσωμος ξανθός Γερμανός;».

 Ο Γιώργος Βαφόπουλος γλύτωσε τελικά αλλά άλλοι δεν είχαν την ίδια τύχη.


Το κτήριο ήταν έτσι διασκευασμένο ώστε να δημιουργεί την αίσθηση του κάτεργου καθώς τα τρία παράθυρα του χτίστηκαν.  Ένας από τους πιο μισητούς ανακριτές ήταν ένας μεγαλόσωμος Γερμανός, με το όνομα Μαξ, ο οποίος άλλοτε βρισκόταν στο Βοσπόρειο Μέγαρο και άλλοτε στην Τσιμισκή  72.

Πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που πέρασαν από εκεί περιγράφουν τη φρίκη που βίωσαν:

Στην εφημερίδα Δημοκρατία, δημοσιεύθηκε μια περιγραφή των βασανιστηρίων

 «Αποκαμωμένος από την προσπάθεια που χρειάζεται, όταν δέρνει κανείς ασταμάτητα επί μισή ώρα, πατώντας τους αστραγάλους του γυμνωμένου παιδιού, ο ανακριτής, ο διαβόητος δήμιος Μαξ, βάζει το βούνευρο στη μασχάλη του και ανάβει τσιγάρο. 

-Κομ! Λέει στον διερμηνέα που στέκεται δίπλα του

-Ντόσε ξύλο! Και του δίνει το μαστίγιο που ανεβοκατεβαίνει πάλι από τα ξεκούραστα χέρια του διερμηνέα στα στήθια, στο πρόσωπο, στο λαιμό του παιδιού, μεταβάλλοντάς τα σε μία μαύρη επιφάνεια, πασπαλισμένη στο αίμα.

-Μίλα βρε παλιοκομμουνιστή. Θα σου φάω τα συκώτια.

-Δεν ξέρω τίποτα! Βογγάει το παιδί

-Ποιος σου έδωσε τις εφημερίδες; Που τις βγάζατε έ; έ;

Εν τω μεταξύ το παιδί έχει λιποθυμήσει. Από το στόμα του τρέχει αίμα. Στο «510», όποιος δεν βγάζει λόγια, βγάζει αίμα.

Είναι η έβδομη μέρα και η εικοστή πρώτη φορά που ακούει ο Μαξ αυτό το απελπιστικό «δεν ξέρω». Αναγκάζεται να εγκαταλείψει πάλι άπρακτος το 2Χ2 κελί». 

 

«Τα μεσάνυχτα ανοίγει η πόρτα του κελιού και μπαίνει ο Μαξ. Αυτή τη φορά τον συνοδεύει εκτός από τον διερμηνέα και η σαδίστρια φίλη του, Ελληνίδα «Μαρί». Ξερακιανό, κιτρινόμαυρο θηλυκό, όλο κακία και διαστροφή.

-Καλησπέρα! Λέει ειρωνικά στον σωριασμένο όγκο που μαυρίζει στη γωνία. Πλησιάζει, τον αρπάζει γρήγορα και σέρνοντάς τον, τον αναγκάζει να καθίσει σε μία καρέκλα, πλάϊ στο τραπέζι που τόφεραν μαζί τους. Το τραπέζι έχει ειδική συσκευή χειροπέδων που κρατά τα χέρια ακίνητα. Το παιδί έχει μια ταραχή στο μάτι του. Τι βασανιστήρια τον περιμένουν πάλι!

Η Μαρί πιάνει τα χέρια του και τα τοποθετεί στις χειροπέδες που κλείνουν σφιχτά και αποκλείουν και την παραμικρή κίνηση ή σύσπαση των χεριών. Ανασηκώνει το πέτο της ζακέτας της, τραβάει μια καρφίτσα, τοποθετεί τη μύτη της  κάτω από το νύχι του μεγάλου δακτύλου του παιδιού και την πιέζει σιγά-σιγά.

-Ωχ! Πονώ! Ώχ!

Οι κραυγές του παιδιού ξεσκίζουν τη σιωπή της νύχτας και μπλέκονται με τα σατανικά γέλια της Μαρί που γελά ηδονισμένη.

-Ποιος σου έδωσε τις εφημερίδες; Που τις βγάζετε; Φωνάζει ο διερμηνέας, δίνοντάς του μια γροθιά στο πρόσωπο.

-Δεν ξέρω τίποτα! Βγάλτε μου την καρφίτσα! Δήμιοι!

Μα ακολουθεί και δεύτερη και Τρίτη καρφίτσα. Η απαίσια Μαρί με σατανική επιδεξιότητα και ευχαρίστηση, τρυπά ένα-ένα τα δάχτυλα του παιδιού, που πλημμυρίζουν τώρα στο αίμα. Έχει αφήσει ατρύπητο μόνο ένα δάχτυλο.

-Θα μιλήσεις σκύλε;

-Όχι, εγώ δεν γίνομαι προδότης, απαντά σβησμένα το παλληκάρι.

Με λύσσα η Μαρί χώνει και τη δέκατη καρφίτσα, ενώ και οι τρεις δήμιοι, αυτή, ο Μαξ και ο διερμηνέας, μανιασμένοι από την αποτυχία τους, πέφτουν πάνω στο αναίσθητο παλληκάρι, το χτυπούν, του ξεριζώνουν τα μαλλιά, μπήγουν τα νύχια τους στις κομματιασμένες από το βούρδουλα σάρκες του, ώσπου απόκαμαν. Τελευταία σταμάτησε η Μαρί.

-Βαχλούχτεν! Φωνάζει ο Μαξ και εγκαταλείπει πάλι το κελί άπρακτος, ακολουθούμενος και από τους άλλους δυο. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους δυνατά.

Χάραξε. Πέρασε και η νέα μέρα. Ξαναχάραξε». 

 

Το  Φρουραρχείο των Γερμανών  στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτήριο της Ιονικής τράπεζας στην πλατεία Ελευθερίας, τη σημερινή ALPHA BANK. Μπροστά από το Φρουραρχείο, στην πλατεία Ελευθερίας έγινε η αναγκαστική συγκέντρωση των Εβραίων στις 11 Ιουλίου 1942, για την επιλογή ανδρών για καταναγκαστικά έργα, γνωστή και ως  «Μαύρο Σάββατο».



Σε κτήριο της οδού Εθνικής Αμύνης 3 εγκαταστάθηκε το Γερμανικό Στρατοδικείο, το οποίο αργότερα μεταφέρθηκε σε κτήριο της λεωφόρου Νίκης 63. Στο ίδιο κτίριο είχε εγκατασταθεί η Γερμανική Υπηρεσία Λογοκρισίας των εντύπων (εφημερίδες, περιοδικά, μουσικά κομμάτια κλπ).

Στο τότε κτήριο του Αμερικανικού Προξενείου στην οδό Στρατηγού Καλλάρη εγκαταστάθηκε το «Ειδικό Τμήμα Rosenberg» που ήλθε ειδικά στη το 1941 για τη «μελέτη και επίλυση του εβραϊκού προβλήματος».

Στις εγκαταστάσεις του αμερικανικού κολεγίου Ανατόλια στο Πανόραμα (Αρσακλή) είχε την έδρα του το Ανώτατο Γερμανικό Στρατηγείο της Βαλκανικής. Στο Πανόραμα υπογράφηκε στις 23  Απριλίου 1941 το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης με την Γερμανία και την Ιταλία από τον δοσίλογο στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου, και μετέπειτα κατοχικό πρωθυπουργό της χώρας.

Το κτήριο που στέγασε τις γερμανικές υπηρεσίες  Ασφαλείας ήταν στην οδό Βασσιλίσσης Όλγας 129 όπου είχε έδρα η Sipo D.S., τα διαβόητα Ες Ες που ήταν η εποπτεύουσα ομάδα όλων των γερμανικών υπηρεσιών στη Θεσσαλονίκη. 


Η πιο σκληρή ομάδα αυτής της υπηρεσίας, που είχε ως βασικό στόχο την εξολόθρευση των Εβραίων, έμεινε στο εβραϊκό κτήριο της οδού Βελισσαρίου 48.


Το Κεντρικό Κτήριο του Πανεπιστημίου, η Φιλοσοφική Σχολή, μετατράπηκε σε Γερμανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο και οι φοιτητές αναγκάζονταν να κάνουν μαθήματα στο Πειραματικό Σχολείο, στον κινηματογράφο «Ορφέα» (οδός Αγίου Δημητρίου), σε ένα εβραϊκό οίκημα της Αγίας Τριάδας (πλάϊ στο «Πατέ»), στη Σχολή Βαλαγιάννη, στη Χάβρα (συνοικία Χιρς), στην Εύξεινο Λέσχη, στο «Άσυλο του Παιδιού» και σε διάφορα σπίτια.

 Ως Γερμανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο χρησιμοποιήθηκε επίσης το Κεντρικό Νοσοκομείο, σημερινό  «Γ. Γεννηματάς».

Για την ψυχαγωγία του γερμανικού προσωπικού επιτάχτηκαν κινηματογράφοι και παλιά καφενεία που χρησιμοποιήθηκαν για προβολές ταινιών και θεατρικές παραστάσεις αποκλειστικά για Γερμανούς στρατιωτικούς.

Οι πιο γνωστοί ήταν οι κινηματογράφοι «Διονύσια» (Soldaten kino Victoria) στην οδό Αγίας Σοφίας και το  «Παλλάς» στη Λεωφόρο Νίκης.

Ο παλιός κινηματογράφος Διονύσια που έχει πλέον κατεδαφιστεί

Επίσης το γνωστό καφενείο «Αστόρια» και αργότερα «Τόττης», στη γωνία  Αγίας Σοφίας με την παραλιακή λεωφόρο, έγινε κεντρικό αναψυκτήριο για τους Γερμανούς στρατιωτικούς.

Πολλά ξενοδοχεία επιτάσσονται επίσης.

Το ξενοδοχείο Αστόρια, στην οδό Τσιμισκή, στέγασε το Τμήμα Στρατιωτικής Διαχείρισης της Στρατιωτικής Διοίκησης.

Το Γερμανικό Φρουραρχείο εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο Ματζέστικ (γωνία Αγίας Σοφίας και Λεωφόρου Νίκης). Στο ίδιο κτίριο στεγαζόταν και η Γερμανική Στρατιωτική Χωροφυλακή που ήταν γνωστή με το όνομα Πεταλάδες

 Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο καθηγητής της φιλοσοφίας, Χαράλαμπος Θεοδωρίδης:

 

«Τα μεγάλα [ξενοδοχεία] τα έχουν επιτάξει οι Γερμανοί. Τα μικρότερα, τα χωριάτικα, της οδού Εγνατίας, με τα χτυπητά ονόματα από την αρχαία μακεδονική ιστορία και τη βόχα, την απλυσιά και τον κοριό, αμπαρωμένα, μέσα στο μυστήριο. Ο ξέθωρος, ο μιξοβάρβαρος θυρωρός, έχει λίγα τα λόγια: Όλα πιασμένα. Παίρνουμε στη σειρά πέντε, έξι. Η ίδια βουβαμάρα, η ίδια κλειστή πόρτα». 

Άλλα μικρότερα ξενοδοχεία της πόλης, όπως η Νέα Νίκη κοντά στη συμβολή των οδών Φράγκων και Λέοντος Σοφού, η Ανατολική Μακεδονία και τα Νέα Ηλύσια, είχαν καταληφθεί με τις ευλογίες των κατακτητών από συμμορίες ταγματασφαλιτών που τα χρησιμοποιούσαν ως «Στρατηγεία» τους αλλά και ως τόπους βασανιστηρίων αγωνιστών της Αντίστασης.

 

Αλλά δεν είναι μόνο οι Γερμανοί που με την παρουσία τους προκαλούν μίσος στους Θεσσαλονικείς. Λίγες μέρες μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, έκανε την εμφάνισή της και η «Βουλγαρική Λέσχη», που εγκαταστάθηκε στο κτήριο της οδού Κομνηνών 6, όπου άλλοτε στεγαζόταν το γιουγκοσλαβικό Εμπορικό Επιμελητήριο και η Λέσχη των υπηκόων του «Ηνωμένου Γιουγκοσλαβικού Βασιλείου».

 


Ο Δήμος Θεσσαλονίκης αναγκάζεται να μεταφερθεί και πηγαίνει  πρώτα στη ΧΑΝΘ, και αργότερα στην αρχή της οδού Μητροπόλεως, στο Μέγαρο Ζενίθ. Στα τέλη Αυγούστου του 1941, ο Δήμος ζήτησε επειγόντως την παραχώρηση του Μεγάρου «Βικτώρια» (Κομνηνών 16 και Τσιμισκή) για να ανακουφιστούν οι δημοτικές υπηρεσίες που δεν χωράνει στο κεντρικό κτήριο της Μητροπόλεως. 



Όμως οι Γερμανοί επιτάσσουν κτίρια όχι μόνο για να στεγάσουν τις υπηρεσίες τις διοικητικές τους αλλά και για κατοικία των στρατιωτών.

Μία τέτοια επίταξη αφηγήθηκε ο Δράκος Σαραντάκος, όταν η οικογένειά του που είχε μεταβεί για κάποιο διάστημα στην Αθήνα, επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, βρήκε στο διαμέρισμά τους, στον δεύτερο όροφο πολυκατοικίας της Λεωφόρου Νίκης 35, εγκατεστημένους τρεις Γερμανούς αξιωματικούς με τις ορντινάτσες τους. Και ήταν τεράστια η έκπληξη του καθηγητή Πανεπιστημίου πατέρα του, αλλά και των άλλων μελών της οικογένειας, όταν άνοιξαν την πόρτα του διαμερίσματος:

 

«… Το σπίτι ήταν αγνώριστο, όλα τα έπιπλα σε άλλες θέσεις και η βιβλιοθήκη του πατέρα μισοάδεια. Μας βάλαν στην τραπεζαρία μας σε δύο ράντζα και μία κουβέρτα χάμω για μένα. Υπήρχαν δύο στρατιώτες-υπηρέτες που έκαναν αυτές τις δουλειές […] Η μάνα μου είχε το θάρρος ή την αναίδεια να τους παραπονεθεί (σ.σ. στους τρεις αξιωματικούς) πως το σπίτι ήταν λεηλατημένο. Το παραδέχτηκαν λέγοντας πως ήταν έργο των Ελληνίδων που είχαν ερωμένες οι φαντάροι-υπηρέτες. […] Είχαν σηκώσει τα πάντα, εκτός από τα έπιπλα και είχαν πουλήσει περισσότερα από τα μισά βιβλία της βιβλιοθήκης. Τα πιο πολλά τα ξαναγόρασε ο πατέρας από τα παλαιοβιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, που τα έψαξε συστηματικά». 

 

Όλα αυτά δημιουργούν ένα αβάσταχτο και ζοφερό  κλίμα στους Θεσσαλονικείς….

 

Ευαγγελία Κανταρτζή, Διευθύντρια Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης (http://www.ekedisy.gr)


Φωτογραφίες: Χρυσόστομος Κούρτης (Tommy Courtis

Το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης σε συνεργασία με το Greek Cultural Institute πραγματοποιούν περιπάτους και ξεναγήσεις στη Θεσσαλονίκη.

Δείτε το σχετικό link  http://www.ekedisy.gr/category/programmata/draseis-sti-thessaloniki/

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου