Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ-ΠΕΙΝΑ





ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ανδρέας Φραγκιάς, «Λοιμός» (απόσπασμα)

Κώστας Ταχτσής, Το τρίτο στεφάνι, Ερμής, Αθήνα 1980
««[…] τρία περσικά χαλιά […] πούλησα στις μαύρες μέρες της Κατοχής για μερικούς τενεκέδες λάδι […]»Ο ύπνος την εποχή εκείνη ήταν το αβλαβέστερο ναρκωτικό που μπορούσες να πάρεις για ν’ αποφύγεις το θέαμα μιας τραγωδίας που, ό,τι κι αν έκανες, ήταν αδύνατον ν’ αποτρέψεις. Ήξερα πως ακόμα κι αν άνοιγα το ντουλάπι μου και μοίραζα όλα μας τα τρόφιμα στους πεινασμένους, όχι μόνο δε θάσωζα κανέναν, αλλά θα ψοφούσαμε και μεις της πείνας. Όταν άκουγα εκείνη την επωδό «πεινάω, καλή μου κυρία, τ’ αντεράκια μου θα πέσουν απ’ την πείνα…» αρρώσταινα.
«Ο κόσμος δεν πέθαινε πια στους δρόμους απ’ την πείνα όπως το ’41, αλλά τα τρόφιμα εξακολουθούσαν να ‘ναι δυσεύρετα και πανάκριβα. Η μαύρη αγορά οργίαζε, οι τιμές ανέβαιναν απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Δεν τολμούσα πια να χαλάσω παραπάνω από μια χρυσή τη φορά. Ώσπου να την ξοδέψεις, τα εκατομμύρια γινόντουσαν δισεκατομμύρια, ή μάλλον τα δισεκατομμύρια, εκατομμύρια» […] Συλλογιζόμουνα τις αμέτρητες χιλιάδες των Ελλήνων που πέθαιναν από ασιτία κι έκλαιγε η καρδιά μου, όχι επειδή πέθαιναν, αργά ή γρήγορα όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, αλλ’ επειδή πέθαιναν σαν τα ζώα, αφού η πείνα τους απογύμνωνε πρώτα από κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το χειρότερο είναι ότι κοντά σ’ αυτούς χάναμε την ανθρωπιά μας και μεις που, λίγο-πολύ, είχαμε και τρώγαμε. Κάθε φορά πουβλεπα έναν ετοιμοθάνατο από κείνους που πέφτανε κάθε μέρα στα πεζοδρόμια και τον προσπερνούσα κι εγώ αναγκαστικά, όπως όλος ο κόσμος, αηδίαζα με τον εαυτό μου».


Άλκη Ζέη, Με μολύβι φαμπέρ νούμερο δύο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013,
σ. 197.

«Σιγά… αποδώ… πρόσεχε τη γωνία». […] Δυο άντρες άγνωστοι, όχι, ο ένας ήτανε ο
φούρναρης, η εξώπορτα διάπλατα ανοιχτή, κι αυτοί σπρώχνανε το πιάνο! […] Το πιάνο τραμπαλιζότανε, μου φάνηκε σα να βγήκε μόνο του από την πόρτα. […]
- Μαμά, τι έχεις; Ρωτάω. Μήπως θα πεθάνω;
- Τώρα να πεθάνεις, τώρα πουλήσαμε το πιάνο και θα φας.



Λιλίκα Νάκου, Η κόλαση των παιδιών, Εστία, Αθήνα 1999

«Κοίταξα τα παιδιά… Πώς να τους χαλάσει κανένας το χατίρι; Μοιάζανε ολόιδια με μικρούς ζωντανούς σκελετούς: το πετσί στο κορμάκι τους ήταν τόσο τραβηγμένο, που έλεγες πως θα σκιστεί μόλις κουνηθούνε. Έλεγες πως τα κόκαλα θα βγούνε μέσα
από το ξεραμένο δέρμα τους! Τους μετρούσες τα πλευρά. Και, άμα, γελούσανε, τότε ήταν που σου ερχόνταν να κλαις, σαν τα κοίταζες. Τραβιόντανε το πετσί τους εδώ στα μάγουλα, έτσι που σκεφτόσουνα πως θα πονούσανε δίχως άλλο, καθώς γελούσανε.
Αδύνατο να μην πονάνε. Και τα μάτια τους, φλογισμένα από την πείνα, ήταν καρφιά –σαν σε κοιτάζανε– που μπαίνανε στην καρδιά. […] Μα ήταν και πολλά, που, ακίνητα, ωχρά, με μάτια κλειστά, μένανε ώρες έτσι, σαν πεθαμένα. Γι’ αυτό και κανένας δεν καταλάβαινε πότε πεθαίνανε.»
Λιλίκα Νάκου, Η κόλαση των παιδιών, Εστία, Αθήνα 1999

«Να! Από τότες που πουλήσαμε τον γάιδαρό μας, τον Ψαρή, σ’ ένα χασάπη, ο Μηνάς μου έχασε το κέφι του και το χρώμα του. […] Μα η ανάγκη είναι που μας έσπρωξε να τον πουλήσουμε. Τι να κάναμε; Πού να βρίσκαμε λεφτά ν’ αγοράσουμε στη μαύρη αγορά λίγο ψωμί; Τα παιδιά και όλοι μας πεινούσαμε! Τη νύχτα βογγούσαν τα παιδιά από την πείνα και δεν μπορούσαν να ησυχάσουν! Πουλήσαμε ό,τι είχαμε μέσα στο σπίτι. Ακόμα και τα ξύλινα παραθυρόφυλλα του σπιτιού μας, που χτίσαμε με τόσο κόπο! Ύστερα ο χασάπης του συνοικισμού κάθε μέρα έστελνε τον άνθρωπό του κ’
έλεγε στον άντρα μου να του πουλήσει τον Ψαρή. Του έταξε χρυσάφι! Γιατί, όπως και του λόγου ξέρεις, οι χασάπηδες τώρα θησαυρίζουν. Πουλάνε τους σκύλους που σφάζουν για αρνάκι γάλακτος και τους γαϊδάρους για κρέας βοδινό!»
Λιλίκα Νάκου, Η κόλαση των παιδιών, Εστία, Αθήνα 1999

«Α, αυτή η Ομόνοια… Είναι η πλατεία που ο Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος ξέβραζε κείνον τον χειμώνα, από τον Πειραιά και τους συνοικισμούς του, έναν κόσμο κολάσεως. Έναν κόσμο ανθρώπων πειναλέων, σκελετωμένων, με μάτια έξαλλα, που, μόλις φτάνανε στην Αθήνα, τρέχανε αμέσως στους ντενεκέδες των σκουπιδιών για να φάνε. Σα να μην είχε σκουπίδια ο Πειραιάς για να ψάξουν εκεί να φάνε. Κι αλήθεια, διηγόταν οι ίδιοι πως στον Πειραιά, γύρω από ένα ντενεκέ σκουπίδια, γίνονταν αληθινές μάχες, ανάμεσα σε σκύλους, ανθρώπους και παιδιά.»
Λιλίκα Νάκου, Η κόλαση των παιδιών, Εστία, Αθήνα 1999, σ. 26.


ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Προς κ. Λεωνίδα Παρασκευόπουλο
25/5/42
Σας ευχαριστώ πολύ που αγωνίζεσθε τόσο πολύ για μένα και για όλα τα παιδιά της
πόλεώς μας.
Και τώρα πρέπει να σας γράψω το γιατί το οποίον με έκαμε να σας στείλω επιστολήν.
Ξέρετε ότι του φούρνου το ψωμί είναι μια φετίτσα. Παίρνουμε 150 δράμια. Τα 50 δρ.
παίρνει ο μπαμπάς μου, τα άλλα 50 δρ. είναι δικά μου και το τρώγω το βράδυ. Μένει το τελευταίο κομμάτι της μαμάς μου. Τρώγει λίγο ψωμί το μεσημέρι και αφήνει και λίγο ψωμί για μένα. Από την αγάπη της προς εμέ, κατήντησε να μην μπορεί να μιλήσει. Τις πιο πολλές φορές μένει και νηστική. Έχει εξαντληθεί πια. Δεν μπορεί να περπατήσει, ούτε και να μιλήσει δυνατά. Οι φλέβες του αίματός της φαίνονται καθαρές. Όταν πιάνω το χέρι της τρομάζω. Την πέτσα της μπορεί να την πιάσει κανείς εύκολα και μπορεί να καταλάβει κανείς ότι κρέας δεν έχει καθόλου.
Γι’ αυτό θα σας παρακαλέσω, αν θέλετε να με κάνετε να χαρώ πολύ, βάλτε και τη
μαμά μου στο χριστιανικό τραπέζι μας.
Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σας πω.
Θα σας παρακαλέσω ακόμα κάτι. Πρώτον: Μην κάνετε γνωστό το γράμμα μου στους
ανώτερους κυρίους. Δεύτερον: Ειδοποιήστε με διά μέσου του κ. Νικήτα.
Σας χαιρετώ με σεβασμό,
ο Δημητρίου Κωνσταντίνος

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν, Ιανός, Θεσσαλονίκη
1999

«Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης (πρόκειται για τον γνωστό καθηγητή του Α.Π.Θ. Δημήτρη Μαρωνίτη), αρρώστησε όμως βαριά και δεν μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαί του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε από την πλατεία Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια»

«Το χειμώνα του 1942 η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο για όλους. Μ’ αυτές τις συνθήκες, τον Φλεβάρη του 42, και σε πλήρη εξαθλίωση, μάνα και γιος, αποφασίζουμε και μεις να πέσουμε κάτω και να πεθάνουμε. Σας φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι υπερβολή. Αν το παίρναμε απόφαση να πλαγιάσουμε ένα βράδυ στο παχύ χιόνι των τριάντα πόντων στο χωματένιο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αθηνών (έτσι λεγόταν τότε η σημερινή οδός Παπαναστασίου), το πρωί θα μας έβρισκαν σίγουρα κοκαλωμένους. Άλλωστε αυτή ήταν και η τακτική που ακολουθούσαν εκατοντάδες άνθρωποι κάθε μέρα, οι οποίοι αποφάσιζαν να πεθάνουν: έπεφταν σε μια γωνιά ή σε ένα πεζοδρόμιο, και το πρωί περνούσε το κάρο της δημαρχίας και τους μάζευε ξυλιασμένους. Ένα απόγευμα, λοιπόν, καθώς επιστρέφαμε από τον γνωστό εβραϊκό συνοικισμό 151, όπου σήμερα είναι η πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, λέει η μάνα μου: «Ως εδώ ήταν οι μέρες μας». Πέφτουμε λοιπόν στα χιόνια και περιμένουμε να πεθάνουμε. (…) Εκεί λοιπόν που πέσαμε εξαντλημένοι στο πεζοδρόμιο με τα χιόνια, ξαφνικά εμφανίζεται η Καλλιοπίτσα(…) «Καλέ, Κυρα-Φανή, καλέ, τι κάνετε εδώ, είστε με τα καλά σας;». (...) Η μητέρα μου αντιδρούσε και δεν ήθελε να σηκωθούμε. Οπότε αυτές οι δύο μας σηκώνουν στο πι και φι και μας βάζουν να καθίσουμε επάνω στο χιόνι. Τότε οι Γερμανοί δεν είχαν πάρει ακόμη τους Εβραίους. Οι δε Εβραίοι συνήθως πουλούσαν διάφορα πράγματα στο δρόμο, μεταξύ των οποίων και κανναβούρι ψημένο. Με ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ, σου έδιναν σ’ ένα χαρτί κανναβούρι ψημένο, που, όπως ξέρετε έχει λάδι μέσα, είναι και νόστιμο και δυναμωτικό. Περνάει λοιπόν ένα φουκαράδικο Εβραιάκι έχοντας λίγο κανναβούρι για πούλημα, του δίνουν λίγα λεφτά η Καλλιοπίτσα και η  άλλη, παίρνουν ένα φλιτζανάκι κανναβούρι κι αρχίζουν να μας ταΐζουν. Όμως πώς θα πηγαίναμε μέχρι τον Αη-Θανάση; Δεν υπήρχε συγκοινωνία, και τα λίγα γκαζοζέν που υπήρχαν δεν έκαναν αυτό το δρομολόγιο. Τα γκαζοζέν ήταν κυρίως στην Εγνατία. Ξαφνικά, για καλή μας τύχη, εμφανίζεται ένα κάρο με άλογο. Το είχε ένας χωριάτης από την Καμπτσίδα. Τον σταματάει λοιπόν η Καλλιοπίτσα και του λέει: «Καλέ, μπάρμπα, πόσα θέλεις να πάρουμε αυτούς τους ανθρώπους και να τους πάμε μέχρι τον Αη-Θανάση;» Αυτός μας είδε λίγο ψυχρά και ζήτησε ένα ποσό που η Καλλιοπίτσα το βρήκε λογικό. Μας αρπάζουν λοιπόν και μας ξαπλώνουν πάνω στο κάρο, ανεβαίνουν κι αυτές, κάθονται δίπλα μας και μπροστά ο αμαξάς με το καμτσίκι, πίσω εμείς οι τέσσερις, και ξεκινάμε. (…) Εκεί που πηγαίναμε, γυρίζει ξαφνικά ο αμαξάς και λέει στην Καλλιοπίτσα: «Μετάνιωσα». Η Καλλιοπίτσα τρόμαξε. «Έχει γούστο να μας κατεβάσει τώρα, κι άντε να βρεις άλλο κάρο», σκέφτηκε. «Μετάνιωσα», λέει ο αμαξάς, «που σας ζήτησα λεφτά, δε θέλω τίποτα. Θα σας πάω τζάμπα». Πρωτοφανές, είχε συγκινηθεί και είχε έρθει στο φιλότιμο. Και πράγματι, μας πήγε όχι μόνο μέχρι τον Αη-Θανάση, αλλά μέχρι και το σπίτι μας που ήταν αρκετά αψηλά, κοντά στην οδό Αγίου Δημητρίου»

Γιώργος Ιωάννου, Η πρωτεύουσα των Προσφύγων, Κατοχικό Ημερολόγιο


«Πέμπτη, 25 Νοεμβρίου 1943, εις το συσσίτιο έφαγα φακή νερόβραστη!… Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου 1943, έφαγα μπιζέλια νερόβραστα… Σάββατο 27 Νοεμβρίου 1943, στο συσσίτιο έφαγα μακαρόνια αρκετά καλά μετά ελαίου και αναδίδοντα δυσοσμία πετρελαίου, οπωσδήποτε τα έφαγα πάντως... Κυριακή 28 Νοεμβρίου 1943, έφαγα πατάτες (γεώμηλα) μετά ελαίου και πετρελαίου... Τετάρτη, 1 Δεκεμβρίου, έφαγα στο συσσίτιο φακές με λάδι!.. Σάββατον, 4 Δεκεμβρίου, έφαγα φακή, σκαστή άνευ ελαίου μετά ύδατος αγνού…
Αλεξάνδρα Μητσιάλη, Ξυπόλητοι Ήρωες, Πατάκης, Αθήνα
«Προχωρούσανε κατά μήκος της γραμμής του τραμ έχοντας δεξιά του τη θάλασσα με τα βαμβάκια και τα’ άρμενα με τα πανιά τους κατεβασμένα κι αριστερά του το εστιατόριο Όλυμπος -Νάουσα. Από συνήθειο, όταν βολτάριζε στην παραλία χωρίς σκοπό, πλησίαζε στη βιτρίνα του εστιατορίου, κολλούσε το μούτρο του στο τζάμι και μετρούσε τις μπουκιές των χορτασμένων ζουλώντας τη μύτη και το στόμα του στο γυαλί. «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιές περίδρομο!» του φώναξε ο Θανάσης που ποτέ δεν κόλλαγε το μούτρο του πουθενά, δεν έβγαζε τη γλώσσα του και δεν κορόιδευε κανέναν. Τώρα, όμως προσπέρασε το Όλυμπος-Νάουσα, γιατί βιαζότανε και τάχυνε το βήμα. Μπροστά του έβλεπε τον Λευκό Πύργο ζωγραφισμένο μέχρι επάνω με πράσινα δέντρα και σπίτια για καμουφλάζ. Έτσι μασκαρεμένος είχε γλιτώσει από τις βόμβες των εχθρών και συμμάχων.  Περνώντας από τους κήπους του άκουσε την μπάντα να παίζει έναν χαρούμενο σκοπό και φαντάστηκε τους Γερμανούς αξιωματικούς και τις καλοντυμένες κυράδες τους να κάθονται στην αίθουσα και να διασκεδάζουν. «Για δες που αυτοί καλοπερνάνε κι εμείς πεθαίνουμε, καρντάση μου» είπε σιωπηλά στον εαυτό του και συνέχισε»

«Είχε πέσει μεγάλη πείνα. Η τσακαλοπαρέα είχε τρεις ολόκληρες μέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα της, εξόν από κάτι ξεροκόμματα, που ο Τάκης, ο μεγαλύτερος, τα μούσκευε πρώτα στο νερό της βροχής που μάζευε από το λούκι τη σκεπής σ’ ένα κατσαρολάκι, και μετά τα μοίραζε δίκαια: ένα ξεροκόμματο αυτός, ένα ο Θανάσης και δύο ο Ντίνος, που πολύ μικρότερος τα χρειαζότανε περισσότερο.
Ήτανε Φλεβάρης του 1942 και δεν υπήρχε φαϊ στη γύρα ούτε για δείγμα. Ο Τάκης έβλεπε στον ύπνο τον χυλό που τρώγανε στο ορφανοτροφείο, πριν το επιτάξουνε οι Γερμανοί καταχτητές και τους πετάξουνε στον δρόμο για να το κάνουνε νοσοκομείο, και του τρέχανε τα σάλια πάνω στα παλιόπανα που’ βαζε για μαξιλάρι

(Παύλος. Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου, Καστανιώτης, Αθήνα 1990

Και την εικοστή έβδομη μέρα δίχως ψωμί […], η μητέρα μου είχε βγει από το πρωί. Εμείς τα παιδιά καθόμαστε και τα τρία στο κρεβάτι και ζεσταινόμαστε, έλεγα μακάρι να είχαμε τώρα την πουλακίδα στα πόδια μας να μας ζεσταίνει. Τα πουλερικά έχουν θερμοκρασία ανώτερη απ’ του ανθρώπου. Την πουλακίδα μας μάς την είχε χαρίσει η δεσποινίς Σαλώμη, καλή της ώρα εκεί που ζει τώρα, αν και όχι εις τας Αθήνας. Αυτή κάπου είχε ρημάξει ένα κοτέτσι. Την έδωσε της μητέρας μου, να τη βράσεις να πιούνε τα παιδιά το ζουμί, της λέει, γιατί τα βλέπω αδενοπαθή σε λίγο. Η πουλακίδα είχε ωραία χρώματα, ψηλό λαιμό, ούτε ήξερε αυτή ότι είχαμε Κατοχή. Λέμε εμείς, μαμά μην τη σφάξουμε. Καλά, λέει, άσ’ τη να μεγαλώσει λιγουλάκι, να μας βγει και μια μερίδα παραπάνω, μπορεί να γεννήσει και κάνα αυγό. Αυγό όμως φάγαμε μόλις μπήκαν οι Εγγλέζοι ως ελευθερωτές. Κι έτσι την κρατήσαμε κάπου έξι μήνες, την ψευτοταϊζαμε, της έβρισκα και κανένα σκουλήκι εγώ. Τη βγάζαμε για βοσκή, να τσιμπήσει χορταράκι και κανένα ζουζούνι, σε μια παραπλεύρως αλάνα. Την πηγαίναμε και τα τρία αδέλφια μαζί, μη μας ριχτούν και μας την κλέψουν, κουκουλωμένη μάλιστα κάτω από το πανωφόρι του αδελφού μου. Την κουβαλούσαμε στα χέρια σηκωτή, διότι είχε εξαντληθεί και περπατούσε πολύ σπάνια. Μόλις φτάσαμε εκείνη την ημέρα στην αλάνα, την απιθώνω κάτω για να βρει κανένα σκουλήκι, αυτή έγειρε στο πλευρό και με κοίταζε. Δεν είχε δυνάμεις να σκαλίσει. Της δίνω νερό, το ήπιε με το ζόρι. Λέω, παιδιά το ζωντανό δεν είναι καλά, πάμε σπίτι να προλάβουμε να το σφάξουμε προτού ψοφήσει. Όχι, είπε η μάνα μας, δεν τη σφάζω. Κι έτσι, τ’ απογευματάκι πια, η κότα με ξανακοίταξε και πέθανε. Από την πείνα. Τη σηκώνω, πεθαμένη ήτανε βαρύτερη. Μουρλάθηκες που θα τη θάψεις μου βάζει τη φωνή η δεσποινίς Σαλώμη […]. Ζεστή είναι ακόμη, άντε μάδα την να τη βράσετε!

«Εκείνη τη στιγμή ένας πολύ γνωστός και σεβαστός σε όλους μας κύριος, πρώην βουλευτής του Βενιζέλου, του πατέρα βέβαια, με μούσι, μπαστούνι, ρεπούμπλικα και μονόκλ, παραμέρισε με σιχασιά το πλήθος και προχώρησε αγέρωχος. Θαρρείς αυτό περίμεναν και οι γερμανοί. Τον άφησαν να προχωρήσει λίγο και μετά όλοι μαζί ουρλιάζοντας άρχισαν να του ρίχνουνε λεμόνια. Κυρίως τον σημαδεύαν στο κεφάλι. Έπεσε η ρεπούμπιλκα και το μπαστούνι, έφυγε το μονόκλ. Οι γερμανοί αλάλαζαν. Έκανε να τα πάρει, μα του ρίξανε ακόμα πιο πολλά. Τότε αυτός ακούμπησε το πρόσωπό του στον απέναντι τοίχο, όπου παλιά κρεμούσαν τις εφημερίδες, και σκεπάζοντάς το με τα χέρια, έμεινε εκεί ακίνητος. Τα λεμόνια τώρα τον χτυπούσανε καλύτερα. Άκουγες έναν γδούπο. Δεκάδες λεμόνια κύλαγαν απ’ το πεζοδρόμιο στο ρείθρο. Ξαφνικά σταμάτησαν, δεν τους άρεζε ο ακίνητος στόχος, ήθελαν να τον κάνουν να ξεκινήσει. Οπότε το πλήθος πια δεν βάσταξε, όρμηξε στα λεμόνια. Οι γερμανοί από πάνω οργίαζαν. Ό,τι είχαν και δεν είχαν το πέταξαν πάνω στον μπερδεμένο ανθρωποσωρό. Στο τέλος έριξαν και τα κασόνια. Και τι φωνές ήταν εκείνες, τι αλαλαγμοί, τι χειροκροτήματα! Εκείνο που τους τρέλαινε ήταν, φαντάζομαι, πως μας έκαμναν να κυλιόμαστε και ν’ αλληλοδερνόμαστε για τα δικά μας είδη, αυτά που τους τα πουλούσαμε ακριβά πριν λίγα χρόνια.»
Γιώργος Ιωάννου, «Τα λεμόνια ήταν ακριβά», Η μόνη κληρονομιά,
Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 107-110.

Μα για σκέψου… μια ζωή με τον ιδρώτα, με την τιμή του, ό,τι μάζεψε ο άνθρωπος –και σε μια στιγμή, όλα καπνός. […] Δεν τα λυπάμαι καθόλου. Ένα μονάχα. Την προίκα του κοριτσιού. - Κ’ είναι φόβος και για την προίκα; […] Μ’ εμπιστεύεσαι εμένα; […] Φέρ’ τα σε μένα, να τα βάλω στο κελάρι. […] Να σου δώσω και το κλειδί. […] - Πέτρο, τι ’ταν ο λόγος σου που μου ’πες; […] - Το κελάρι, κυρ’ Αγγελική, το κελάρι, ποιος τους το ’δωσε των φονιάδων – εγώ τους το ’δωσα; […] Όταν σε λίγο ανέβηκε απ’ το κελάρι, το μεγάλο κορμί της είταν σα να γκρεμίστηκε μονομιάς. Εκατό γκαζοτενεκέδες με λάδι μέσα στα κασόνια τους – η προίκα του κοριτσιού! Έπιανε και ξανάπιανε τα μάγουλά της που καίγανε, έπιανε το στόμα της να μην ξεφωνίσει τα ονόματά τους –τις γυναίκες του μαχαλά της, τους άντρες, Πέτρο μου εσύ, Γιούσια μου, τους νεκρούς, Αλέξη – εγώ…
Δημήτρης Χατζής, «Η θεια μας η Αγγελική», στο Το τέλος της
μικρής μας πόλης, Το ροδακιό, Αθήνα 1999, σσ. 87-90.



Ανδρέας Φραγκιάς, «Λοιμός» (απόσπασμα)